«Το Γένος ποτέ δεν υποτάχθηκε στο σουλτάνο. Είχε πάντα
το βασιλιά του, το στρατό του, τα κάστρα του. Βασιλιάς του, ο μαρμαρωμένος
βασιλιάς. Στρατός του, οι αρματολοί κι οι κλέφτες. Κάστρα του, η Μάνη και το
Σούλι».
Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης
Σ΄ αυτά τα λόγια, ο
πολέμαρχος αρχηγέτης της Επανάστασης περικλείει την αληθινή ιστορία της
περιόδου της τουρκοκρατίας, πολύ καλύτερα από τις αναλύσεις εγγραμμάτων
ειδικών. Δηλαδή πως η Επανάσταση του 1821 ήταν απόρροια αυτής της ανυποταγής
του Έλληνα στον ξένο δυνάστη. Ήταν απόρροια της Μεγάλης Ιδέας η οποία γεννήθηκε
αμέσως μετά την Άλωση, και εξέφρασε τους πόθους του Ελληνισμού. Πόθοι
καταγεγραμμένοι στα τραγούδια του ανώνυμου Έλληνα απ’ την Καππαδοκία ως την
Πελοπόννησο κι από την Κύπρο έως την Ήπειρο. Η απόκριση του αγγέλου στον θρήνο
της Παναγίας για το πάρσιμο της Πόλης είναι «Σώπασε Κυρά Δέσποινα κι εσείς
’κόνες μην κλαιτε, Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι».
Αυτή η ιδέα, πραγματικά
μεγάλη την εποχή της τουρκικής ακμής, πύρωνε τα στήθη των Ελλήνων και ήταν η
κινητήριος δύναμη για τις δεκάδες συνεχόμενες επαναστάσεις που προηγήθησαν
αυτής της μεγάλης επανάστασης του 1821.
Παρ’ όλες τις κακουχίες, τις
στερήσεις, την αβάσταχτη σκλαβιά, τους εξισλαμισμούς, τις προδοσίες, πάντα
υπήρχαν Έλληνες οι οποίοι στο μυαλό τους είχαν το όραμα της Αυτοκρατορίας και
ήθελαν να πάρουν πίσω αυτό που τους επάρθη.
Η επανάσταση, όσο και αν
προσπάθησαν διάφοροι ειδικοί, αγκιστρωμένοι στην πολιτική τους ή ταξική τους
ταυτότητα να την παρουσιάσουν ως ταξική και πολιτική επανάσταση, δεν ήταν
ταξική ή πολιτική, μα ήταν πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα εθνική και φυλετική.
Δεξιοί και αστοί ιστορικοί παρουσίασαν την επανάσταση ως αντικατοπτρισμό της
Γαλλικής Επανάστασης, ως επανάσταση της ελληνικής αστικής τάξεως. Αριστεροί,
πάλι, ιστορικοί, προσπάθησαν να παρουσιάσουν την Επανάσταση ως επανάσταση των
φτωχών και καταφρονεμένων ενάντια στους τούρκους και έλληνες εκμεταλλευτές. Το
όραμα των απλών αγωνιστών ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου, ανεξάρτητου κράτους,
ελεύθερου, που θα έπαιρνε τη θέση που η χιλιάδων χρόνων ιστορία της Φυλής
απαιτούσε, συγχρόνως δε, το κράτος αυτό θα ήταν δίκαιο προς τους πολίτες του.
Τα βάσανα των νέων Ελλήνων θα έπαιρναν τέλος όπως και οι φόροι σουλτάνου και
πατριάρχη.
Μετά από ένα επτάχρονο επικό
αγώνα, όπου αναδείχθηκε η μοναδικότητα, το μεγαλείο όσο και η συνέχεια της
ελληνικής φυλής, και εννοώ και τη διχόνοια, ένα πανάρχαιο ελάττωμα των Ελλήνων,
τα οράματα των αγωνιστών δεν δικαιώθηκαν. Ο σουλτάνος παρέμεινε στη θέση του. Η
ημισέληνος βρισκόταν πάνω απ’ την Αγιά Σοφιά. Οι Τούρκοι ασφυκτικά περιέκλειαν
το μικρό κρατίδιο. Ο λαός, ρημαγμένος από τις κακουχίες του πολέμου εστερείτο
και των πιο βασικών. Η ελευθερία παρέμεινε ένα άπιαστο ιδανικό. Οι Έλληνες
άλλαξαν δυνάστη. Έχοντας για λίγο καιρό έλληνα κυβερνήτη αλλά προστάτιδες τις
Μεγάλες Δυνάμεις, οι αγωνιστές του εικοσιένα είδαν τα οράματά τους να
προδίδονται. Ο αγώνας τους δεν δικαιώθηκε. Η Μεγάλη Ιδέα που γεννήθηκε λίγο
μετά την Άλωση, έπαψε να υφίσταται μετά την Μικρασιατική καταστροφή, δεν έπαψε όμως
να ισχύει η προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Οι ψυχές των σκοτωμένων
αγωνιστών του εικοσιένα δεν αναπαύονται, δεν έχουν βρει δικαίωση. Η εθνική
ανεξαρτησία και η μεγάλη Ελλάδα πρέπει να είναι ο στόχος. Πάλι με χρόνια με
καιρούς, πάλι δικά μας θάναι.
Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
Με
την έλευση του νέου μονάρχη, Όθωνα της Βαυαρίας, και παρ’ όλο τον αρχικό
ενθουσιασμό ότι θα σταματήσει το χάος, η αναρχία και η πείνα, τα πράγματα
έγιναν πολύ χειρότερα για τον Λαό και για τους παλιούς αγωνιστές. Μαζί με τους
Αντιβασιλείς, το νεαρό Βασιλιά και την κουστωδία τους, ήρθε στην Ελλάδα και
τμήμα τακτικού βαυαρικού στρατού που κυνήγησε τους Αγωνιστές. Οι Αντιβασιλείς,
ξένοι προς τα ελληνικά πράγματα, φέρθηκαν στην Ελλάδα ωσάν να ήταν φέουδό τους.
Από τους Αντιβασιλείς (τρεις τον αριθμό,
με δυο αναπληρωματικούς), ο καθένας προσκολλήθηκε σε έναν από τους πρεσβευτές
των Μεγάλων Δυνάμεων που ανακατεύονταν απροκάλυπτα στα εσωτερικά ελληνικά
θέματα.
Οι βαυαροί Αντιβασιλείς έτρεμαν το σύμβολο του Αγώνα,
Θοδωρή Κολοκοτρώνη. Με την ψευδή κατηγορία ότι ετοίμαζε επανάσταση κατά του
Βασιλέως, αλλά με πραγματικά αίτια τη θέληση των Άγγλων να τον βγάλουν από τη
μέση ως Ρωσόφιλο, συλλαμβάνουν το Γέρο του Μωριά τον Σεπτέμβριο του 1833 και
τον φυλακίζουν μαζί με τον Γεώργιο Πλαπούτα στο Ναύπλιο με σκοπό να τους
περάσουν σε δίκη επί εσχάτη προδοσία. Ο αρχηγός του Αγώνα με τη θέληση των
Βαυαρών καταδικάζεται σε θάνατο. Τους Έλληνες από την ατιμία αυτή διέσωσε η
στάση των δικαστών Πολυζωίδη και Τερτσέτη που αρνήθηκαν να συμπράξουν σ’ αυτό
το έγκλημα : ο γερο-Πλαπούτας και ο Κολοκοτρώνης, μελλοθάνατοι κατάδικοι.
Ο νεαρός Όθων διαβλέποντας τον κίνδυνο για το θρόνο αν οι
δυο αγωνιστές οδηγούντο στην γκιλοτίνα, μετέτρεψε εικοσιτέσσερις ώρες μετά την
ετυμηγορία του δικαστηρίου την ποινή σε είκοσι χρόνια φυλάκιση. Ένα χρόνο μετά,
τους αποφυλάκισε, τους έδωσε παράσημα και αξιώματα, περιέβαλε τον Γέρο με την
εμπιστοσύνη του, αλλά το στίγμα είχε μείνει.
Η
ΠΕΙΝΑ
Ρακένδυτοι
οι Αγωνιστές γυρνούσαν στην ρημαγμένη χώρα πεινασμένοι, έχοντας φτάσει στο
τελευταίο όριο της ένδειας. Τον Μάιο του 1833 τριακόσιοι άοπλοι από αυτούς,
φάνηκαν έξω από το Ναύπλιο εκλιπαρώντας να τους δοθεί έστω λίγο ψωμί για τη
συντήρησή τους. Ο φρούραρχος του Ναυπλίου υποσχέθηκε σε μια επιτροπή εξ αυτών,
βοήθεια. Τελικά η κυβέρνηση αποφάσισε να τους μοιράσει λίγο αλεύρι. Όταν όμως
μετά από δυο εβδομάδες φάνηκαν και άλλοι πεινασμένοι στην τότε πρωτεύουσα, και
απαίτησαν και αυτοί μια μικρή βοήθεια, η κυβέρνηση ενήργησε ταχύτατα. Δυο λόχοι
βαυαρικού πεζικού με την υποστήριξη οβιδοβόλων, εκδίωξαν τους Αγωνιστές. Ο
Αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα Απομνημονεύματά του σημειώνει με θλίψη: «Περιπλανώμενοι από χωρίου εις χωρίον
περίπου των 15000 αναθεματούντες τους
πρωταιτίους και μακαρίζοντες τους συναδέλφους των, οίτινες δεν έζησαν να ιδούν
το τέλος τούτων των αδικιών».
Διάφοροι καπεταναίοι, μικροκαπεταναίοι και παλικάρια του
Αγώνα λιμοκτονούσαν στο υποτιθέμενα ελεύθερο ελληνικό κράτος που είχαν οι ίδιοι
δημιουργήσει. Πολλοί από την απόγνωσή τους αυτοκτόνησαν. Άλλοι βρέθηκαν στην
ίδια θέση μετά από τις πιέσεις των δανειστών τους. Σε πολλές χήρες και μητέρες
εδίδοντο εξευτελιστικές συντάξεις. Αλλά και κάποια κομμάτια γης που δόθηκαν ως
δωρεά από το κράτος σε αγωνιστές ή στις οικογένειές τους, τα περισσότερα των οποίων
ήσαν βαλτώδη και ακατάλληλα προς καλλιέργεια, μετά από λίγα χρόνια πέρασαν στα
χέρια τοκογλύφων.
Μέχρι το 1860 μπροστά από την εκκλησία της Παναγίας της
Χρυσοσπηλιώτισσας στο κέντρο της Αθήνας, καθόταν καταγής ένας γέροντας με
βρώμικη και ξεφτισμένη φουστανέλα που ’χε χάσει το φως του στη μάχη του
Φαλήρου. Ήταν ένας από τους στρατιώτες του Καραϊσκάκη. Τραγουδούσε με τη λύρα
του τα κατορθώματα του αρχηγού του και τα δάκρυα έτρεχαν στα ρυτιδιασμένα
μάγουλά του. Φυτοζωούσε από τον οβολό, από την ελεημοσύνη των περαστικών. Και
δεν ήταν ο μόνος.
Ο Ματρόζος, ο υδραίος πυρπολητής και συναγωνιστής του
Κανάρη, για να ζήσει ζητιάνευε στο νησί του και είχε καημό να συναντήσει τον
Κανάρη που στο μεταξύ είχε γίνει υπουργός. Έφτασε λοιπόν στην Αθήνα, στο
Υπουργείο, όπου η φρουρά τον έδιωξε. Με τη φασαρία του επεισοδίου ο Κανάρης
κατάλαβε ποιος ήταν και τον αγκάλιασε συγκινημένος. Είναι η συνάντηση ενός
γνωστού Ήρωα με τον λιγότερο γνωστό συμμαχητή του που τόσο παραστατικά την
περιέγραψε ο ποιητής Γ. Στρατήγης στο ποίημά του «Ο Ματρόζος».
Στα 1841, όταν πέθανε ένας άλλος μεγάλος ναυμάχος του
Αγώνα, ο Σαχτούρης, άφησε μια οικογένεια πάμπτωχη, μαστιζόμενη από την ένδεια
και την πείνα.
Ο
Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα της
πραγματικότητος περιγράφοντας την ωμή πραγματικότητα: «Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γη την αγόρασαν από ’να γρόσι το
στρέμμα και βάλλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί, βγάνομεν των
συγγενών μας τα κόκκαλα και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες και οι
αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι και ξυπόλητοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα
σοκάκια».
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Παράδοση αιώνων αποτελούσε για τον υπόδουλο ελληνισμό η
Κλεφτουριά, τα Σώματα των ατάκτων αλλά ανυπότακτων Ελλήνων, αυτών των ελεύθερων
υπηκόων των ιδιοτύπων βασιλείων των ορέων. Τόσο επί Καποδίστρια όσο και επί
βαυαροκρατίας δεν ελήφθη η μέριμνα της ομαλής ενσωμάτωσης των φουστανελοφόρων
Αγωνιστών στον νέο τακτικό στρατό.
Οι
Αγωνιστές δεν ήσαν για τους κυβερνώντες αυτοί που τους έπρεπε τιμή, περίθαλψη
και πρόνοια. Δεν έβλεπαν στους Αγωνιστές τη μαγιά του νέου στρατού, αλλά ένα
μεγάλο πρόβλημα εσωτερικής ασφάλειας. Στο πέμπτο και έκτο φύλλο μόλις της
Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται τα Διατάγματα της δημιουργίας του νέου
τακτικού στρατού και της διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων, το Μάρτιο του
1833. Είχε προηγηθεί η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Γάλλων στο Άργος τον
Ιανουάριο του 1833. Μετά από ένα επεισόδιο μεταξύ ενός Έλληνα και ενός Γάλλου
στρατιώτη σε μια ταβέρνα, οι Γάλλοι, αφού εξουδετέρωσαν τους δικούς μας,
ξεχύθηκαν στην πόλη και κατέσφαξαν αδιάκριτα τον κόσμο. Ο φόβος λοιπόν ήταν
μήπως οι άτακτοι ξεσηκωθούν και εναντίον της βαυαρικής Αντιβασιλείας. Ο βαυαρός
λοχαγός Νέεζερ που ήταν παρών στη διάλυση των ατάκτων και στην παράδοση των
όπλων περιγράφει: «Μ’ όλον ότι η παράδοσι
των όπλων και των ξιφών τους επότισε
ανέκφραστον πικρίαν, διότι εχωρίζοντο από τας αγαπητάς των πανοπλίας, με τας
οποίας είχον πολεμήσει υπέρ της εθνικής των ανεξαρτησίας, εν τούτοις δεν έγινε
καμμία αταξία κατά την παράδοσιν και μόνον συγκινητικαί τινες σκηναί μας ετάραξαν την καρδίαν. Είδωμεν ηλικιωμένους
άνδρας και σχεδόν με λευκάς τρίχας, που είχον αρειμάνιον ήθος, να κλαίνε ως
παιδιά και να χύνουν δάκρυα δια των ηλιοκαών των παρειών».
Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, το θρυλικό παλικάρι του Αγώνα
που έγινε γνωστός με το παρωνύμιο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», ο ανεψιός του
Κολοκοτρώνη, που τον ακολούθησε διακρινόμενος σε όλες τις μάχες, ρίχνεται στις
φυλακές τον Δεκέμβριο του 1839 επειδή διέπραξε το έγκλημα να ηγηθεί της
Φιλορθόδοξης Εταιρείας που σκοπό είχε την απελευθέρωση Μακεδονίας, Ηπείρου και
Θεσσαλίας καθώς και τη διάδοση της Ορθόδοξης πίστης. Κίνηση λοιπόν Ορθόδοξη,
άρα Ρωσόφιλη, θα μπορούσε να στραφεί και ενάντια στους Βαυαρούς.
Ημιθανής ο ΄Ήρωας Στρατηγός ρίχτηκε στις φυλακές. Μαζί του
και άλλοι κατηγορούμενοι. Τον Ιούλιο του 1840 οδηγήθηκε στο δικαστήριο όπου
απολογήθηκε καθήμενος γιατί δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος από την αδυναμία και
τελικώς αθωώθηκε των κατηγοριών χωρίς όμως να γυρίσει ελεύθερος στο σπίτι του.
Τον κράτησαν άλλους δεκατέσσερις μήνες μετά τη δίκη στις φυλακές της Αίγινας
απ’ όπου βγήκε τον Σεπτέμβριο του 1841 σχεδόν τυφλός, γερασμένος και σε
κακή κατάσταση, σε τέτοιο βαθμό που όταν
τον αντίκρυσε μια από τις δυο του κόρες, σάλεψαν τα λογικά της. Το σπίτι όπου
αποτραβήχτηκε άρρωστος ο μεγάλος και σεμνός αυτός Ήρωας, ένα φτωχόσπιτο στον
Πειραιά, βγήκε σε πλειστηριασμό. Στον πλειστηριασμό εμφανίστηκε ο ίδιος ο
Νικηταράς προσφέροντας ως αντίτιμο το σπαθί του.
Μετά
το 1843 με την παροχή Συντάγματος του δόθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και το
1847 τον έκαναν Γερουσιαστή. Ήταν όμως ανήμπορος για δράση. Ο Ήρωας της
Επανάστασης αφού διέπρεψε στα πεδία των μαχών, όπου νίκησε τον Θάνατο,
χτυπήθηκε στον ειρηνικό του βίο από την πείνα, την αδικία και τη φυλακή. Πέθανε
στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 και τον έθαψαν στην Αθήνα, στο Α΄ Νεκροταφείο.
Τουλάχιστον μετά θάνατον του αποδόθηκαν τιμές Στρατηγού.
Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Στα 1852 ένας άλλος Ήρωας της Επαναστάσεως, ο Στρατηγός
Ιωάννης Μακρυγιάννης κατηγορείται ότι ήθελε να σκοτώσει τον Όθωνα, να ανατρέψει
την κυβέρνηση και να καταλάβει την εξουσία. Οι κατηγορίες ήσαν σαθρές, χωρίς
αποδείξεις, και βαθύτερα αίτια του κατατρεγμού του Μακρυγιάννη ήταν η ανάμειξή
του και η δράση του για την παροχή Συντάγματος στα 1843. Αφού παρέμεινε
κλεισμένος στο σπίτι του από τον Απρίλιο ως τον Αύγουστο του 1852, τον έκλεισαν
μετά στις φυλακές του Μεντρεσέ που ήταν ένα τούρκικο ιεροσπουδαστήριο στην οδό
Αιόλου. Η δίκη του άρχισε στις 16 Μαρτίου 1853. Οι στρατοδίκες φάνηκαν
αμείλικτοι και εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση σε θάνατο. Μετά όμως από τη λαϊκή
κατακραυγή όπως και στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη, η ποινή μετατράπηκε αρχικά
σε ισόβια, και αργότερα σε δέκα χρόνια φυλακή. Άρρωστος παρέμεινε στη φυλακή
έως το Σεπτέμβριο του 1854 που αποφυλακίστηκε με ενέργειες του Πρωθυπουργού
Δημητρίου Καλλέργη, σε άθλια όμως σωματική και ψυχική κατάσταση.
Μετά
την αποχώρηση του Όθωνα, του αποδόθηκαν πάλι οι στερημένοι στρατιωτικοί
βαθμοί και στις 20 Απριλίου 1864 η τότε
προσωρινή κυβέρνηση του απένειμε το βαθμό του Αντιστρατήγου. Πέθανε μια
εβδομάδα μετά.
ΤΙΜΗ
ΚΑΙ ΜΝΗΜΗ
Πληθώρα
αγωνιστών δεν γεύθηκε τον ήλιο της ελευθερίας και δεν έφαγε ένα κομμάτι γλυκό
ψωμί. Η βαυαροκρατία, οι αντιβασιλείς, βαυαροί στρατιωτικοί και πολιτικοί
αξιωματούχοι, κυνήγησαν τους Αγωνιστές, συχνά με τη βοήθεια άλλων Ελλήνων
Αγωνιστών που συντάχτηκαν μαζί τους είτε από πεποίθηση είτε τις πιο πολλές
φορές για να αποκτήσουν αξιώματα και οικονομικά οφέλη. Ο κύριος όγκος των παλικαριών έμεινε στην
αφάνεια. Άλλοι απ’ αυτούς συμμετείχαν στις εξεγέρσεις ενάντια στην ξενοκρατία,
άλλοι με οδηγό την πείνα βρέθηκαν ζητιάνοι έξω από τα νέα παλάτια και σπίτια
της νέας αστικής τάξης, κι άλλοι προτίμησαν μια ιδιότυπη ελεύθερη ζωή,
γινόμενοι ληστές και δημιουργώντας το φαινόμενο της ληστοκρατίας, ένα φαινόμενο
που είχε τις ρίζες του στην κλεφτουριά και κράτησε έναν περίπου αιώνα.
Οι
γραμμές αυτές ας είναι ένας φόρος τιμής στον άγνωστο Έλληνα Πολεμιστή της
Επανάστασης. Ένας φόρος τιμής σε όλους αυτούς που πέθαναν είτε από εχθρικό είτε από αδελφικό βόλι, αλλά
κυριότερα σ’ αυτούς που επέζησαν για να γευτούν τελικά την αδικία, την πείνα
και τον κατατρεγμό.
Ας
είναι ακόμα η βεβαίωση και συνάμα υπόσχεση πως κάποιοι Ελληνες δεν ξέχασαν τους
σκοπούς της Εθνεγερσίας και τις επιθυμίες του Λαού μας για ΜΕΓΑΛΗ και ΕΛΕΥΘΕΡΗ
ΕΛΛΑΔΑ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου