Η Ιστορία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων είναι παράλληλη και ακολουθεί εν πολλοίς την Ιστορία του νέου Ελληνικού κράτους.
Η Σχολή Ευελπίδων τυγχάνει το αρχαιότερο ίδρυμα όχι μόνον μεταξύ των στρατιωτικών μας Σχολών, αλλά και μεταξύ όλων των ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαιδεύσεως στο νεοελληνικό κράτος. Μέχρι σήμερα ανταποκρίθηκε στον προορισμό όπου την έταξε η πολιτεία και δικαίωσε τις ελπίδες που στήριξε το Έθνος σε αυτήν.
1828 : Η ίδρυση της Σχολής
Η Σχολή των Ευελπίδων άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1828, έξι μήνες μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα ως πρώτου Κυβερνήτη. Η επίσημη σύσταση του λόχου γυμνάσεως υπό το όνομα Λόχος των Ευελπίδων έγινε στις 21 Δεκεμβρίου 1828 με ψήφισμα του Κυβερνήτη που δημοσιεύτηκε στη συνέχεια στην Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος. Η έναρξη της λειτουργίας της Σχολής Ευελπίδων στο Ναύπλιο έγινε σε μια εποχή όπου οι συνθήκες ήσαν εξαιρετικά δύσκολες. Τα σύνορα του κράτους δεν είχαν ακόμα προσδιοριστεί ενώ ο πόλεμος κατά των Τούρκων συνεχιζόταν. Ο λαός υπέφερε από την πείνα και τις κακουχίες του πολέμου και τα ταμεία του νεοσύστατου κράτους ήσαν άδεια. Ο Καποδίστριας είχε ορίσει ως διευθυντή των τακτικών στρατευμάτων τον Βαυαρό συνταγματάρχη Εϋδεκ με την εποπτεία του οποίου στη συνέχεια ορίστηκε πρώτος Διοικητής του Σχολείου των Ευελπίδων ο Ιταλός λοχαγός Ρωμύλο Σαλτέλι ο οποίος ήτο ένας εκ των Ιταλών που είχε κατέλθει για να υποστηρίξει τον Αγώνα. Τα πρώτα βήματα της Σχολής υπήρξαν αρκετά ασταθή, τόσο λόγω των περιστάσεων και των συνθηκών όσο και διότι ο πρώτος Διοικητής δεν φαίνεται να ήταν ο καταλληλότερος για τέτοια αποστολή. Έτσι λοιπόν, τον καιρό εκείνο, οι περισσότεροι από αυτούς που εγίνοντο δεκτοί ως Ευέλπιδες ήσαν κατώτερης μορφώσεως και πολλοί από αυτούς υπερήλικες και συνεπώς ακατάλληλοι προς μάθηση.
Τον Ιανουάριο του 1829 ο Γάλλος Λοχαγός του Πυροβολικού, Ποζιέ, ανέλαβε μαζί με τη διοίκηση του Πυροβολικού και τη διοίκηση της Σχολής των Ευελπίδων. Ο Ποζιέ κατάρτισε νέο, λεπτομερές σχέδιο του Οργανισμού της Στρατιωτικής Σχολής, απεμάκρυνε τους ανεπίδεκτους και υπερήλικες μαθητές, κατάρτισε πλήρες πρόγραμμα διδακτέας ύλης το οποίο έπρεπε να ολοκληρωθεί σε τρεις αλλεπάλληλες τάξεις. Μέσα σε όλες τις δυσχέρειες που είχε να αντιμετωπίσει η Σχολή στα πρώτα της βήματα ήταν και η απροθυμία, αν όχι πολλές φορές η εχθρότητα, των προκρίτων και των « καλών οικογενειών » στους οποίους ο Καποδίστριας έκανε έκκληση να στείλουν τα παιδιά τους στη Σχολή προκειμένου να επανδρώσουν αργότερα ως Αξιωματικοί τον νέο τακτικό Στρατό. Οι Έλληνες, συνηθισμένοι στον ανυπότακτο βίο του Κλέφτη, θεωρούσαν ανυπόφορη και υποτιμητική την πειθαρχία του τακτικού Στρατού και της Σχολής Ευελπίδων. Έφτασε σε σημείο ο Καποδίστριας να προσλάβει μαθητές από τα ορφανά του Ορφανοτροφείου της Αίγινας ή ακόμη να πληρώνει τους γονείς για να στείλουν τους γιους τους στη Σχολή. Μέσα σε αυτές τις δυσχέρειες η Σχολή κατόρθωσε να επιζήσει, να λειτουργήσει κανονικά και τον Ιούλιο του 1831 να εξέλθουν απ’ αυτήν οι οκτώ πρώτοι ανθυπολοχαγοί. Ένα μήνα μετά ο Καποδίστριας δολοφονείται στο Ναύπλιο και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Ποζιέ μαζί με άλλους Γάλλους αξιωματικούς παραιτείται και επιστρέφει στην πατρίδα του.
Τη διοίκηση της Σχολής ανέλαβε ο φιλέλληνας συνταγματάρχης Ράινεκ από τη Σαξονία, παλιός μαχητής του Αγώνα. Αυτός κατόρθωσε να σώσει τη Σχολή από το κλίμα αναρχίας που επικρατούσε μέχρι την έλευση των Βαυαρών και του Όθωνα.
Η αντιβασιλεία διετήρησε τον Ράινεκ στη θέση του και προέβη σε ριζική αναδιοργάνωση του Σχολείου των Ευελπίδων.
Η Σχολή επί Οθωνος
Ένα χρόνο μετά την άφιξη του Όθωνα, στις 19 Φεβρουαρίου 1834, δημοσιεύθηκε το Βασιλικό Διάταγμα με τον νέο Οργανισμό της Σχολής σύμφωνα με τον οποίο η Σχολή θα ονομάζονταν πλέον επισήμως « Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων », ονομασία που διατηρείται αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Με τον νέο Οργανισμό γίνονται στο εξής δεκτοί μαθητές ηλικίας μέχρι 12 ετών και η φοίτηση γίνεται οκταετής. Η κατάταξη των μαθητών γίνεται χωρίς εξετάσεις, με βασιλική έγκριση, και ο αριθμός των μαθητών ορίζεται σε 140 από τους οποίους οι 50 φοιτούν δωρεάν με δαπάνη της κυβερνήσεως, ενώ οι υπόλοιποι πληρώνουν δίδακτρα από 250 έως 1000 δραχμές το χρόνο. Τον καιρό εκείνο έγινε και η μεταφορά της Σχολής στις εγκαταστάσεις του Καποδιστριακού Ορφανοτροφείου στην Αίγινα και αποφασίστηκε να παραχωρηθούν 15 θέσεις σε μαθητές που εξερχόμενοι της Σχολής θα υπηρετούσαν ως αξιωματικοί του Στόλου. Από την εποχή εκείνη ξεκινά και η Ιστορία ενός άλλου στρατιωτικού σχολείου της νεωτέρας Ελλάδος, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων.
Μετά από την τριετή παραμονή της Σχολής στην Αίγινα, και ενώ το Βασιλικό Διάταγμα με τον Οργανισμό της Σχολής όριζε ότι η έδρα της « πρέπει να είναι εις την καθέδρα του Βασιλέως », η Σχολή μετεφέρθη στον Πειραιά, στο μέγαρο του εμπόρου Φεράλδι, προκειμένου οι Ναυτικοί Ευέλπιδες να βρίσκονται κοντά στην θάλασσα. Διοικητής εξακολουθούσε να είναι ο συνταγματάρχης Ρέινεκ , κατά τα τελευταία έτη διοικήσεως του οποίου άρχισε να παρουσιάζεται κάποια χαλάρωση στην εκπαίδευση και την πειθαρχία. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η διαμορφωθείσα κατάστασις, η διοίκησις της Σχολής ανετέθη στον Αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο, διοικητή του 4ου Τάγματος Ακροβολιστών.
Ο Σπυρομήλιος αναμόρφωσε τη Σχολή και κατόρθωσε να εμπνεύσει στο προσωπικό υποδειγματική πειθαρχία βασιζόμενη στη συναίσθηση του καθήκοντος και όχι στον φόβο της τιμωρίας. Ο Σπυρομήλιος παρέμεινε Διοικητής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1843 που τοποθετήθηκε ως Αρχηγός της Χωροφυλακής για να αναλάβει στη συνέχεια για ένα μικρό διάστημα το 1844 και πάλι Διοικητής έως την οριστική του αποχώρηση. Νέος Διοικητής ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Καρατζάς ο οποίος παρέμεινε μέχρι το 1862 και απομακρύνθηκε μετά την έξωση του Όθωνα.
Τον Νοέμβριο του 1864, ένα χρόνο μετά την άφιξη του Βασιλιά Γεωργίου Α΄ , η Σχολή αναδιοργανώνεται και πάλι. Γίνεται πλέον δυσπρόσιτη λόγω των αυστηρών εισιτηρίων εξετάσεων αλλά και της εξαετούς πλέον επίπονης φοιτήσεως, καθώς και των υψηλών ετησίων οριζομένων διδάκτρων. Τότε καταργήθηκε και η παλαιά στολή των Ευελπίδων της εποχής του Όθωνα και καθιερώθηκε η στολή του Ευέλπιδος που διατηρείται επί τόσες γενεές μέχρι σήμερα.
Στη δεκαετία του 1870 άρχισε η Σχολή από άποψη πνευματικού επιπέδου να προσεγγίζει το επίπεδο το οποίο εφαντάστηκε ο ιδρυτής της, Ιωάννης Καποδίστριας, επίπεδο ακατόρθωτο να επιτευχθεί κατά τους πρώτους χρόνους της ιδρύσεώς της.
Από τον Ιούλιο του 1881 έως τον Ιούλιο του 1885 Διοικητής της Σχολής ανέλαβε ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο οποίος συνέχισε την αναδιοργάνωση της Σχολής και κατόρθωσε να προάγει αυτήν σε εξαιρετικό επίπεδο ώστε δικαιολογημένα η εποχή του να θεωρείται σαν μία από τις καλύτερες περιόδους της ζωής της Σχολής.
Στη δεκαετία του 1880 ο Στρατός στο σύνολό του αναδιοργανώνεται με τη βοήθεια γαλλικής οργανωτικής αποστολής η οποία έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ίδρυση Σχολής Υπαξιωματικών οι υπηρεσίες της οποίας φάνηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Η Σχολή στο Πεδίον του Αρεως
Τον Νοέμβριο του 1886 ενηλικιώθηκε ο Διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, ο οποίος είχε φοιτήσει επί πενταετία στη Σχολή Ευελπίδων. Τότε ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ του απέστειλε 100 000 δραχμές για να τις διαθέσει όπου αυτός ενόμιζε καλύτερα. Ο Κωνσταντίνος κατέθεσε το ποσόν στην Εθνική Τράπεζα προκειμένου στο μέλλον να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση κτιρίου της Σχολής. Μαθαίνοντας ο Αβέρωφ την ενέργεια του Διαδόχου, απέστειλε στον Κωνσταντίνο άλλες
400.000, για να αναλάβει τελικά εξολοκλήρου τη δαπάνη της ανεγέρσεως του νέου κτιρίου, η οποία ανήλθε σε 1 200 000 δραχμές της εποχής.
Η Σχολή θεμελιώθηκε τον Οκτώβριο του 1889 και η κατασκευή της ολοκληρώθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Τα σχέδια ήσαν του αρχιτέκτονα Τσίλλερ ενώ κατασκευαστής ήταν ο Έλλην μηχανικός, Γουναράκης. Εκτός από το Διοικητήριο της Σχολής, που με την αρχαϊκή και αρμονική του πρόσοψη αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα από τα ωραιότερα οικοδομήματα των Αθηνών, κατασκευάστηκαν δέκα μεγάλες οικοδομές για τη χρήση υπνωτηρίων, εστιατορίων, αιθουσών διδασκαλίας, κ.λ.π.
Το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου 1894 οι Ευέλπιδες εγκατέλειψαν οριστικά το παλαιό κτίριο του Πειραιά και ανήλθαν στην Αθήνα με επικεφαλής τη μουσική της Φρουράς και κάτω από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του Αθηναϊκού λαού έφθασαν στις νέες τους εγκαταστάσεις. Τέσσερις μέρες αργότερα έγιναν και τα επίσημα εγκαίνια με περισσή λαμπρότητα. Από τότε μέχρι την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων δεν επήλθε καμία σημαντική μεταβολή στην λειτουργία της Σχολής.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της για πάνω από έξι μήνες και το διοικητικό της προσωπικό και οι μαθητές της επιστρατεύτηκαν και έλαβαν μέρος στον πόλεμο. Πέραν των τραυματιών Ευελπίδων, στον πόλεμο αυτόν έπεσαν για την Πατρίδα επτά Ευέλπιδες.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου περιορίστηκε η θεωρητική κατάρτιση και εδόθη περισσότερο βάρος στην στρατιωτική μόρφωση. Το 1920 έως το 1926 η φοίτηση είχε ορισθεί τριετής και το 1926 έως το 1936 τετραετής. Από το 1936 όμως και μετά η φοίτηση εγένετο και πάλι τριετής προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες του επερχόμενου πολέμου.
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας οι εξερχόμενοι από τη Σχολή Αξιωματικοί στέλνονταν αμέσως στο Μέτωπο. Η τάξις του 1922 έφτασε στη Μικρά Ασία λίγο πριν την κατάρρευση του Μετώπου. Η συμβολή της Σχολής των Ευελπίδων στην πολεμική περίοδο 1912 - 1922 ήταν μέγιστη. Σε σύνολο 1200 Αξιωματικών που υπηρετούσαν στο Στρατό και προέρχονταν από την Σχολή σκοτώθηκαν 122 , δηλαδή πάνω από το10 % των αποφοιτησάντων της Σχολής ήταν η συμβολή αυτής σε αίμα στο παραπάνω διάστημα.
Το Δεκέμβριο του 1928 εορτάστηκαν με επισημότητα τα 100 χρόνια της Σχολής. Τότε ανηγέρθη στην κεντρική πλατεία της Σχολής το απέριττο ηρώο των Αξιωματικών και Ευελπίδων πεσόντων στην διάρκεια των πολέμων και η πλατεία ονομάστηκε Πλατεία Ηρώου. Την εποχή εκείνη επίσης ( 1932 ) ιδρύθηκε μέσα στη Σχολή, στους χώρους του Διοικητηρίου, το πρώτο και μοναδικό στην Ελλάδα Στρατιωτικό Μουσείο. Σε αυτό εναποτέθηκαν οι πολεμικές σημαίες, ιστορικά κειμήλια, ενθυμήματα της Σχολής αλλά και γενικότερα της νεώτερης Στρατιωτικής Ιστορίας.
Η Σ.Σ.Ε. το 1940 - 41
Τον Απρίλιο του 1941 οι 320 πρωτοετείς Ευέλπιδες που εξακολουθούσαν την εκπαίδευσή τους στη Σχολή, ζήτησαν να συγκροτήσουν ένα Λόχο και να προτάξουν αντίσταση στις γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή των Θερμοπυλών. Η αίτησή τους είχε συμβολικό αλλά και ουσιαστικό χαρακτήρα, αλλά δεν έγινε δεκτή. Έτσι λοιπόν, τρεις ημέρες προτού την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, τη νύχτα της 23ης προς 24η Απριλίου 1941 οι στασιάσαντες Ευέλπιδες επίταξαν 20 περίπου αυτοκίνητα και 7 αυτοκίνητα του Ερυθρού Σταυρού, - τις υπηρεσίες του οποίου οι Ευέλπιδες εξηπάτησαν προφασιζόμενοι ότι είχαν πάθει δηλητηρίαση -, και απαίτησαν να τους αποστείλουν όλα τα διαθέσιμα αυτοκίνητά τους. Οι 320 Ευέλπιδες επιβιβάστηκαν στα αυτοκίνητα μαζί με τη σημαία της Σχολής, έχοντας ως οπλισμό παλαιά τυφέκια Μάουζερ του 1870, δύο οπλοπολυβόλα παλαιού τύπου και αριθμό χειροβομβίδων.
Το απόγευμα της 26ης Απριλίου η φάλαγγα διασχίζοντας την Πελοπόννησο και μετά από αλλεπάλληλους βομβαρδισμούς της γερμανικής αεροπορίας, έφθασε έξω από το Γύθειο. Το πρωί της 28ης , αποβιβάστηκαν στην Κρήτη, 24 χιλιόμετρα δυτικά των Χανίων, και εγκατέστησαν καταυλισμό δίπλα από τη Μονή Γωνιάς Κισσάμου. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών αναμετρήσεων σκοτώθηκαν έντεκα Ευέλπιδες ενώ τραυματίστηκαν αρκετοί. Τη νύχτα της 25ης Μαΐου, μετά από μακρά πορεία στα Λευκά Όρη, ο Διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσον για να φύγουν από την Κρήτη, προσέθεσε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβερνήσεως από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλύεται, καταλήγοντας
« Με τη βοήθεια του Θεού, ο καθένας ας φροντίσει δια τον εαυτό του... ».
Οι Ευέλπιδες, αφού πρώτα έκρυψαν σε ασφαλές μέρος τη σημαία της Σχολής, διαλύθηκαν στο οροπέδιο εκείνο των Σφακίων. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατευθύνθηκαν στα Χανιά όπου συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς που τους μετέφεραν στη συνέχεια στον Πειραιά. Εκεί τους επεσκέφθη ανώτερος αξιωματικός, εκπρόσωπος της Γερμανικής στρατιωτικής διοικήσεως, και τους ανεκοίνωσε ότι ο πόλεμος ετελέιωσε πλέον δι’ αυτούς και ότι από την στιγμήν εκείνη είναι ελεύθεροι. Οι Ευέλπιδες, συντεταγμένοι έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο και τον Ύμνο του Ευέλπιδος, και στη συνέχεια διαλύθηκαν. Αυτή είναι μια από τις ηρωικότερες στιγμές της Ιστορίας της Στρατιωτικής Σχολής των Ευελπίδων. Κατά τη διάρκεια του 1941 - 44 έπεσαν για την Πατρίδα 16 Ευέλπιδες. Τον Οκτώβριο του 1945, μετά την απελευθέρωση, μεταφέρθηκε από την Κρήτη η σημαία της Σχολής στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Σχολή δεν λειτούργησε και τα κτίριά της χρησιμοποιήθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις για στρατωνισμό, χωρίς να προκληθεί καμία φθορά στις κτιριακές εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό της Σχολής.
Η Σχολή κατά το Δεκεμβριανό κίνημα
Αυτό που σεβάστηκε ο στρατός κατοχής, δεν σεβάστηκαν οι κομμουνισταί του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ κατά την περίοδο της ανταρσίας του Δεκεμβρίου του 1944. Οι κομμουνισταί συγκέντρωσαν γύρω από τη Σχολή που μόλις άρχισε να ξαναλειτουργεί, ένα σύνταγμα του ΕΛΑΣ εφοδιασμένο με πολυβόλα και όλμους από το ύψωμα Στρέφη έως την εκκλησία του Σωτήρος, 500 μέτρα βορειοανατολικά της Σχολής, και ένα εφεδρικό Σύνταγμα στην περιοχή Γκύζη - Γαλατσίου. Οι τρεις Λόχοι της Σχολής πήραν κατάλληλες θέσεις αμύνης συνεπικουρούμενοι και από αγγλική εφεδρική δύναμη. Η μάχη ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου και η κατάσταση άρχισε να γίνεται κρίσιμη μια εβδομάδα μετά, εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών και τροφίμων. Στις 12 Δεκεμβρίου διατάχθηκε η εκκένωση της Σχολής και οι Ευέλπιδες και οι Αξιωματικοί τους διετέθησαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής που ηγωνίζοντο κατά των κομμουνιστών του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Κατά τη διάρκεια του Δεκεμβριανού κινήματος έπεσαν για την Πατρίδα έξι Ευέλπιδες. Οι κομμουνιστές μπήκαν στη Σχολή με πρωτοφανή μανία και βαρβαρότητα και άρχισαν συστηματική καταστροφή. Κατέστρεψαν το Μουσείο με τα πολύτιμα ενθυμήματα, τη βιβλιοθήκη, τα αρχεία, την εκκλησία, και επέφεραν σοβαρές ζημιές στα κτίρια της Σχολής.
Μετά την συντριβή των κομμουνιστών, η Σχολή άρχισε να λειτουργεί από την 1η Αυγούστου 1945. Εξαιτίας του δευτέρου γύρου των κομμουνιστών με τον συμμοριακό πόλεμο 1946 - 49, η κατάσταση για τη Σχολή είχε χαρακτηριστεί κατά κάποιον τρόπο ημιπολεμική. Ο χρόνος φοιτήσεως είχε περιοριστεί για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πολέμου ο οποίος ήταν εξίσου αιματηρός με αυτόν του 1940. Από τις τάξεις Αξιωματικών που εξήλθαν την τριετία 1946 - 49 έπεσαν υπέρ της Πατρίδος κατά τον αντισυμμοριακό αγώνα άνω των 150 Αξιωματικών. Συνολικά, από ιδρύσεως της Σχολής έπεσαν υπέρ Πατρίδος στα πεδία της μάχης άνω των 700 Αξιωματικών που φοίτησαν σε αυτήν.
Η Σχολή μετά τον Πόλεμο
Η μεταπολεμική Ιστορία της Σχολής ακολούθησε και αυτή τον εκσυγχρονισμό του Στρατού σε μέσα και ανθρώπινο δυναμικό. Εγένοντο δεκτοί απόφοιτοι του Γυμνασίου κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων που προέβλεπαν και ψυχοσωματικά τεστ και η φοίτησις έγινε πλέον τετραετής. Η Σχολή Ευελπίδων διεδραμάτισε κάποιο ρόλο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής επεμβάσεως της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου όταν οι Ευέλπιδες του Αντισυνταγματάρχου τότε Δημητρίου Ιωαννίδη ο οποίος ήτο διοικητής Τάγματος, εξήλθαν της Σχολής τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 και κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις στην Αθήνα.
Από το 1974 και μετά, στα πλαίσια της αντιχουντικής υστερίας, εβλήθη και η Σχολή από τους διαφόρους και κάθε λογής αριστερούς. Η στολή του Ευέλπιδος για τους ψευτοκουλτουριάρηδες αριστερούς της μεταπολίτευσης εθεωρείτο πρόκληση. Το να αποφασίσει δ ε κάποιος μαθητής να δώσει εξετάσεις στη Σχολή αποτελούσε το αποκορύφωμα της « φασιστικής » νοοτροπίας του νέου αυτού. Η διαμορφωθείσα αυτή κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, το αντιμιλιταριστικό πνεύμα των δήθεν προοδευτικών εκπαιδευτικών, ο μύθος του Πολυτεχνείου σε συνδυασμό με την μεταφορά της Σχολής στις νέες εγκαταστάσεις στη Βάρη, έπληξαν καίρια την αίγλη και τον μύθο της Σχολής. Το 1973 ο Γεώργιος Παπαδόπουλος θεμελίωσε τις νέες εγκαταστάσεις της Σχολής στη Βάρη, για να ολοκληρωθεί αυτή οκτώ χρόνια αργότερα. Μπορεί οι ανάγκες μιας σύγχρονης Σχολής να απαιτούσαν τη μετεγκατάσταση, αλλά σε τίποτα δεν απαιτείτο η μετατροπή της χρήσης του ιστορικού κτιρίου σε δικαστήρια. Χιλιάδες Ευέλπιδες παρήλασαν, ορκίστηκαν πίστη στην Πατρίδα και στην σημαία στην Πλατεία Ηρώου όπου ευρίσκετο το από πεντελικό μάρμαρο απέριττο μνημείο της Σχολής.
Τα κτίρια και οι χώροι της Σχολής ποτίστηκαν από τον ιδρώτα και φορτίστηκαν από την πίστη στο ιδανικό της Πατρίδος από χιλιάδες νέους Ευέλπιδες, από χιλιάδες στη συνέχεια Αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Όταν άλλοι λαοί, με μικρότερο παρελθόν δόξης του Ελληνικού, προσπαθούν να κατασκευάσουν από το τίποτα μία παράδοση και να δημιουργήσουν μνημεία προς το σκοπό αυτό, οι « προοδευτικοί » δημοκράτες της Ελλάδος παρέδωσαν τις εγκαταστάσεις της Σχολής Ευελπίδων στο Πεδίον του Άρεως για τη χρήση δικαστηρίων. Τώρα στην Πλατεία Ηρώου δεν υπάρχει μνημείο. Και σ’ αυτόν τον ιστορικό χώρο συνωστίζονται υπόδικοι, πρεζάκηδες και τσιγγάνοι προκειμένου να δικαστούν.
Ένα από τα πρώτα μελήματα ενός εθνικά και λαϊκά κυρίαρχου κράτους θα είναι εκτός από την αναβάθμιση την ποιοτική της Σχολής Ευελπίδων, διότι στις μέρες μας η εισδοχή στη Σχολή γίνεται για καθαρά επαγγελματικούς λόγους , η επαναφορά σε στρατιωτική χρήση των ιστορικών κτιρίων της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και η αντιμετώπισή τους ως ενός σημαντικού μνημείου της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας.
ΧΡΗΣΤΟΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου