Πάνε πάνω από δέκα χρόνια. Μαζί με φίλο αγαπητό που πια μας
προστατεύει από ψηλά με την ομπρέλα του ζεστού χαμόγελού του, βρεθήκαμε
οδοιπόροι προσκυνητές της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Η Ευρώπη είναι σαν τις οικογένειες. Με άλλους ταιριάζουμε
γάντι, άλλους συμπαθούμε πιο πολύ, άλλους λιγότερο, κι άλλους μπορεί καθόλου.
Μα το γεγονός της κοινής καταγωγής παραμένει, για να μας ωθεί προς τα εμπρός,
προς αυτό απ’ το οποίο είμαστε πραγματικά φτιαγμένοι, αυτό που θέλουμε οι ίδιοι
να γίνουμε, κι αυτό που οφείλουμε να επιτύχουμε, εκπληρώνοντας τον λόγο της
παρουσίας μας στον κόσμο.
Ανάμεσα στους νέους φίλους που κάναμε τότε, ήταν ένας Ιταλός
γέροντας. Ο συμπαθής ηλικιωμένος συνοδευόταν από τον εγγονό του, κατά τι νεότερο
από μένα. Λίγα ιταλικά εμείς, λίγα αγγλικά αυτοί, καταφέραμε να κρατήσουμε
ζωντανή και ενδιαφέρουσα την συζήτηση. Μα όπως συμβαίνει πάντα στην ζωή, τα πιο
σημαντικά δεν χρειάζονται πολλές και δύσκολες λέξεις για να ειπωθούν.
Κατά το τέλος της βραδιάς, ο γέρων υποβασταζόμενος από τον
εγγονό, πλησίασε να χαιρετήσει και να αποσυρθεί. Πριν σηκωθώ να ανταποδώσω τον
χαιρετισμό, ακούμπησε στον ώμο, έσκυψε και μου είπε: «Συγχωρείστε με!».
«Για ποιο πράγμα;» του απάντησα, τρέχοντας με τη σκέψη να
θυμηθώ τι μπορεί να έφταιξε ο μέχρι πριν μερικές ώρες, άγνωστός μου. «Που
πολέμησα εναντίον την χώρας σας», μου ανταπαντά. «Δεν έπρεπε να μπούμε στην
Ελλάδα. Είμαστε αδέλφια, δεν έπρεπε».
Τον κοιτώ. Βλέπω στο πρόσωπό μου τον παππού μου, που είχε
περάσει στον τόπο των σκιών, μερικούς μήνες πριν, γέρων κι εκείνος. Πολεμιστές
στον ίδιο πόλεμο, μα από άλλη μεριά, να διασταυρώθηκαν στα ίδια λιθόστρωτα της
Ηπείρου; Να βυθίστηκαν στην ίδια λάσπη; Και γιατί ήρθε τούτος ο Ιταλός από την
άλλη άκρη της θάλασσας, κι ο πάππος μου από την άλλη άκρη της Ελλάδας, γιατί
βρέθηκαν σε βουνά που δεν είχαν ποτέ τους αντικρύσει, να σκοτώνουν και να
σκοτώνονται, να σφίγγουν τα δόντια για κάθε πατημασιά γης; Ο εγγονός συμπλήρωσε
αυτό που οι Εθνικιστές ξέρουμε εδώ και
δεκαετίες, μελετώντας τα γεγονότα, κι όχι την ιστορία που έγραψε το Χόλυγουντ,
πως οι παππούδες μας πολέμησαν σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός τους. Το ήξερε
πια κι εκείνος.
Όταν πριν λίγο έμαθα με αργοπορία μηνών πως έφυγε ο κοινός
μας φίλος, σκέφτηκα τον γέροντα. «Ο Ιταλός παππούς», όπως μου ζήτησε να τον
φωνάζω, μου ζήτησε συγγνώμη. Τα εγγόνια, κόντρα σε ανέμους και συρμούς, διαλέξαμε
να πορευτούμε τον δρόμο που υπαγορεύει η συνείδηση της ύπαρξής μας, αυτόν της Ευρώπης
των Πατρίδων.
Ακούω τα αναθέματα και τις αερολογίες για το ποιοι είμαστε
και τι πιστεύουμε. Αναρωτιέμαι αν αυτοί που είτε ως πολιτικοί είτε ως
δημοσιογράφοι έφεραν την δική μας Πατρίδα –γιατί αυτοί, είτε καπιταλιστές, είτε
μπολσεβίκοι, δεν έχουν Πατρίδα- σε τούτο το κατ’ αυτούς αδιέξοδο, κι
αναρωτιέμαι αν θα απολογηθούν ποτέ για όσα έκαναν και κάνουν εναντίον του Λαού
μας. Όχι επειδή είναι αυτοί που είναι, και πιστεύουν αυτά που πιστεύουν, αλλά
για συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα εγκλήματα κατά του Έθνους. Αν θα ζητήσουν συγγνώμη από τον Λαό για τις
εγκληματικές τους πράξεις, προτού ζητήσουν από τους Εθνικιστές δηλώσεις
μετανοίας και πιστοποιητικά φρονημάτων.
Πριν λίγες μέρες, ελεύθεροι άνθρωποι, Ευρωπαίοι, Εθνικιστές,
τίμησαν στην Ρώμη τον Μίκη Μάντακα, που πριν σαράντα χρόνια σημάδεψε με το αίμα
των εικοσιτριών του χρόνων το δρόμο του ευρωπαϊκού εθνικιστικού κινήματος.
Στην
28η Φεβρουαρίου 1975,
προστέθηκε η 1η Νοεμβρίου 2013, στον Μίκη, ο Μάνος κι ο Γιώργος,
δυο, ακόμα, ελληνόπουλα. Ποιοι άραγε θα λογοδοτήσουν για την δολοφονία τους;
Και πώς θα τιμωρηθούν; Μέχρι να μιλήσει ο Νόμος, δικαίωση θα είναι η αγώνας, η
επιμονή, οι νίκες μας.
Σε όσους ακόμη αναρωτιούνται ποιοι είμαστε και τι πιστεύουμε, απαντώ, στο όνομα της Ευρώπης των Εθνών, παραφράζοντας
τον Μπαλζάκ: «Ανήκουμε σε αυτό το κόμμα της αντιπολίτευσης που ονομάζεται Ζωή».
ΕΙΡΗΝΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΑΠΠΑ
(Δημοσιεύθηκε στο Φ. 918 της εφημερίδος ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου