Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Σαν σήμερα φεύγει από κοντά μας ο φλογερός Πατριώτης Λορέντζος Μαβίλης: Αφιέρωμα




Ένα από τα συμπτώματα παρακμής της εποχής μας εντοπίζεται στον χώρο που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται πνευματικός. Η πρωτοπορία αυτού του χώρου, οι καλλιτέχνες που προβάλλονται και θεωρούνται καταξιωμένοι είναι συνήθως απάτριδες, ανθέλληνες, δειλοί ειρηνιστές οι οποίοι προσπαθούν μέσα από το «έργο» τους να αυτοικανοποιηθούν, να εξωραΐσουν τα ελαττώματα και τις αδυναμίες τους ανάγοντας αυτά σε προτερήματα. Το πρότυπο που επικρατεί σήμερα είναι το εύκολο και βολικό του «αντι-ήρωα»του μίζερου, οκνηρού γεμάτου αδυναμίες ανθρώπου με πάθη όπως ο αλκοολισμός ή τα ναρκωτικά και γενικότερα με καταχρήσεις και παρακμιακή ζωή. Του ανθρώπου που έχει πρόβλημα με τον εαυτό του, που «ψάχνεται», που μεγαλοποιεί και μηρυκάζει συνηθισμένα και περαστικά προβλήματα της ζωής, που δεν έχει δύναμη και αυτοπειθαρχία και που το μόνο ιδανικό του αλλά και το μεγάλο του πρόβλημα είναι ο εαυτός του. Προσχηματικά ονομάζεται αυτός και «ανθρωποκεντρικός». Μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ο μοντέρνος καλλιτέχνης ήταν συχνά κομμουνιστής (εξ άλλου όλες οι παραπάνω ιδιότητες ταιριάζουν απόλυτα σε κομμουνιστές) και «εξυμνούσε» μέσα από το «έργο του πανανθρώπινα ιδανικά όπως την ειρήνη την λευτεριά» κλπ. Αργότερα και αφού ο κομμουνισμός δεν είναι πια τόσο της μόδας ο σύγχρονος καλλιτέχνης και δήθεν πνευματικός δημιουργός άλλαξε προσωπείο και έγινε πιο φιλελεύθερος χωρίς να χάσει  τίποτε από την λούμπεν αισθητική του. Στο χώρο της λογοτεχνίας ειδικότερα απουσιάζουν οι πατριώτες δημιουργοί καθώς η πατριωτική λογοτεχνία θεωρείται ξεπερασμένη, αφού σήμερα έννοιες και ιδανικά  όπως θυσία, ηρωισμός, αγάπη και αγώνας για την πατρίδα, συντροφικότητα, λατρεία του κινδύνου, τιμή, πόλεμος θεωρούνται αναχρονιστικά, «δεν πουλάνε» αλλά κυρίως θεωρούνται επικίνδυνα. Πρέπει να ξεχαστούν. Έτσι κι αν ακόμη κάποιος θέλει να εκφράσει τον πατριωτισμό του καλλιτεχνικά θα το κάνει κεκαλυμμένα, συχνά μέσα από καλλιτεχνικά ρεύματα όπως  π.χ ο σουρεαλισμός. Γι’ αυτούς τους λόγους οι παλαιότεροι καλλιτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, που ήταν κατά κύριο λόγο και πάνω από όλα ένθερμοι πατριώτες ή αποσιωπούνται ή αν αυτό δεν είναι δυνατόν το έργο τους διαστρεβλώνεται και τα ιδανικά που τους οδήγησαν στην πνευματική τους δημιουργία παραποιούνται. Στα σχολικά βιβλία τα έργα ή τα αποσπάσματα έργων που παρατίθενται δεν είναι τα αντιπροσωπευτικότερα των ιδεών των λογοτεχνών που παρουσιάζονται αλλά κάποια άλλα «ακίνδυνα». Επίσης και επειδή μιλάμε για βαθύτατα εθνικιστές και αντιτούρκους δημιουργούς πολλές φορές οι σύγχρονοι κριτικοί και δήθεν μελετητές του έργου τους διαστρεβλώνουν την αλήθεια υποστηρίζοντας ότι εγκατέλειψαν τελικά τον αντιτουρκισμό τους συχνά προβάλλοντας και υπερτονίζοντας συγκεκριμένες πτυχές της ζωής τους με σκοπό να αποκρύψουν άλλες.  Έτσι έχει ειπωθεί ότι ο κατεξοχήν και πέρα από το χρόνο μεγαλοϊδεάτης ποιητής Παλαμάς μετά την μικρασιατική καταστροφή εγκατέλειψε δήθεν τον πατριωτισμό του και εστράφη σε οικουμενικές αξίες. Επίσης ως προς τον Καρυωτάκη αποσιωπήθηκε πλήρως το ότι κύρια αιτία της απογοήτευσης του ήταν η μικρασιατική ήττα και επίσης δεν προβάλλονται τα πατριωτικά του ποιήματα. Μάλιστα σε αρκετές συλλογές με τα Άπαντά του λείπει ένα μεγαλοϊδεατικό ποίημά του για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά!
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ  ΜΑΒΙΛΗΣ
«Οι τούρκοι είναι θεριά δεν είναι ανθρώποι»
Ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν ένας ποιητής, μέγας πατριώτης και πολεμιστής, ο οποίος έχει παραγνωριστεί σήμερα παρ’ ότι η καλλιτεχνική του αξία είναι επίσης μεγάλη αφού ήταν ένας αριστοτέχνης του σονέτου.
Επρόκειτο για μία πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα και ένα χαρισματικό άτομο. Αριστοκράτης, ένας πραγματικός ευγενής, με σπάνια ομορφιά, οξυδερκής με μεγάλη και ευρεία  μόρφωση και αδυναμία στην φιλοσοφία. Ιδεαλιστής με πρότυπό ανδρός προς το οποίο συνεχώς  προσπαθούσε (και κατάφερε) να φτάσει, τον Ιππότη. Ευαίσθητος όχι όπως θεωρούμε σήμερα την ευαισθησία σαν αδυναμία αλλά μάλλον δεκτικός σε ό,τι υπήρχε και συνέβαινε και με αυξημένο το αίσθημα του καθήκοντος. Άλλωστε την δύναμη του την απέδειξε πολεμώντας μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πήγε για σπουδές στην Γερμανία όπου παρέμεινε 14 χρόνια. Δεν έβγαλε από την καρδιά του την Ελλάδα. Εκεί, μέσα στις διάφορες σπουδές του ήταν η φιλοσοφία αλλά και η εκμάθηση της σανσκριτικής γλώσσας. Γυρίζοντας στην πατρίδα πηγαίνει αμέσως στρατιώτης. Το 1896 κατεβαίνει στην αγαπημένη του Κρήτη να πολεμήσει. Το 1897 πολεμάει στην Ήπειρο με αντάρτικο σώμα το οποίο είχε συγκροτήσει ο ίδιος με δικά του χρήματα. Δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό του μακριά από τον πόλεμο. Έτσι όταν κηρύχθηκαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι σε ηλικία 52 ετών ζητά να καταταγεί στρατιώτης αλλά δεν γίνεται δεκτός λόγω ηλικίας. Έτσι, επίμονος καθώς ήταν βρίσκει άλλη λύση. Κατατάσσεται στο Γαριβαλδινό Σώμα του Ρώμα με τον βαθμό του λοχαγού. Πολεμάει γενναία και ηρωικά όπως άλλωστε και στο παρελθόν, νοιώθοντας πως στον πόλεμο για την πατρίδα η ζωή του βρίσκει δικαίωση. Σκοτώνεται σαν σήμερα στις 28 Νοεμβρίου 1912 στον Δρίσκο, τυχερός αφού αξιώθηκε τον θάνατο που πόθησε περισσότερο από κάθε άλλο στη ζωή του, στο πεδίο της μάχης για την Ελλάδα.


Ήταν ένας ποιητής-φιλόσοφος- πολεμιστής και πιο πολύ απ’ όλα το τελευταίο. Έναν ηθικό νόμο γνώριζε και σ’ αυτόν είχε προσαρμόσει τον τρόπο ζωής του: την αφοσίωση στο καθήκον και γι’ αυτόν το υπέρτατο καθήκον ήταν ο αγώνας για την Ελλάδα. Απέδειξε στην πράξη ότι υπεράνω όλων ήταν γι’ αυτόν η πατρίδα για την οποία πίστευε  ότι έπρεπε να ξαναγίνει μεγάλη για να εκπληρώσει έτσι την διαχρονική αποστολή της :να δίνει τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο όλο. Ήδη η αγάπη του για την πατρίδα φάνηκε από απο απο  νωρίς: το 1878 έγραψε το ποίημα

 « Εις την Πατρίδα»:

Μάννα μου Ελλάδα, τι δεν είσαι τώρα
Σαν πρώτα ορθή, ψηλή, στεφανωμένη
Με δάφνες, τι δεν είσαι με τα δώρα
Της αθάνατης Νίκης στολισμένη;
Αχ! πότε θάρθη, πότε θάρθη η ώρα
Να ματαστράψη η όψη σου η σβησμένη,
Και την ερημωμένη σου τη χώρα
Μ’ ελπίδα να φωτίσης, ω αντρειωμένη;
Πατρίδα μου σηκώσου! Ας λάμψη πάλι
Στον αιθέρα ψηλά το μέτωπό σου,
Και της Ελευτεριάς θε να προβάλη
Η μέρα, και το θείο πρόσωπό σου
Θα λάμπη σαν τον ήλιο της. Μεγάλη
Θα γίνης κι αλλοιά τότες στον εχτρό σου.

Τον Ιανουάριο 1897 έγραψε το ακόλουθο σονέτο για τον απελευθερωτικό αγώνα της Κρήτης, στον οποίο όπως προαναφέρθηκε πήρε μέρος. Το σονέτο αυτό όπως και πολλά άλλα δεν έχει καλλιτεχνική μόνο αξία αλλά ταιριάζει σαν προτροπή του Ποιητή και στην σημερινή Ελλάδα. 

ΠΛΗΡΩΜΑ ΧΡΟΝΟΥ

 Οι Τούρκοι είναι θεριά, δεν είναι ανθρώποι.

 Για χιλιοστή φορά πάλι σηκώσου!

 Το τρισένδοξο θέλει ριζικό σου

 Θεριά να σφάξης που τα θρέφει η Ευρώπη.

 Πολύ ψηλά, κει που δε φτάνει τόπι

 Αφωρεσμένου Τούρκου, Φράγκου, ή Ρώσσου,

 Είναι στημένο τ’ άγιο φλάμπουρό σου

 Στου Ιδανικού το ουράνιο κατατόπι.

 Κι α σε κρατούν πιστάγκωνα δεμένη,

 Κι α χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις,


Μα στο τέλος θε νάβγης κερδεμένη-

 Είσ’ αίμα Ελληνικό και δεν πεθαίνεις.

 Αν είναι ένας Θεός δικαιοκρίτης,

Συ θα το δείξεις, Λευτεριά της Κρήτης

Η κοσμοθεωρία του, η προσωπική του φιλοσοφία εκ πρώτης απόψεως θα μπορούσε να θεωρηθεί πεσσιμιστική. Ήταν θαυμαστής της  φιλοσοφίας του Σοπενάουερ. Πίστευε ότι κινητήριος δύναμη είναι η Θέληση που την ενδυνάμωνε κανείς με την αυτοπειθαρχία και την εκούσια υποβολή σε κόπους και δύσκολες καταστάσεις. Λέγεται μάλιστα πως όταν ζούσε στην Γερμανία ήταν μέλος φοιτητικών συλλόγων που είχαν ως αντικείμενο την άσκηση και την μέσα από τη σκληραγωγία  και την βίωση επικίνδυνων καταστάσεων διαμόρφωση ιπποτικού χαρακτήρα.   Στο σονέτο του ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ καταλήγει: «… Στης Ομορφιάς στης Δύναμης τη γλύκα,/ με αλαλητό χαράς και περηφάνειας/ Γίνε Θεός σου και τη Μοίρα νίκα».
Ήταν ερασιθάνατος. Όλα τα αινίγματα και τα μυστήρια της ζωής, της φύσης, του Κόσμου είχαν μία λύση, μία κατάληξη, μία διέξοδο: τον ηρωικό θάνατο που δεν ήταν άλλος από τον θάνατο για την πατρίδα. Ο ηρωικός θάνατος ήταν ουσιαστικά η «ολοκλήρωση» της ζωής, η αποθέωσή της: η ζωή χωρίς τον αγώνα για την πατρίδα δεν είχε νόημα, φάνταζε μάταιη, ένα ταξίδι προς το τέλος, στο οποίο ταξίδι οι χαρές είναι μικρές και απατηλές, ένα ταξίδι με πολλούς πόνους και χρωματισμένο από την θλίψη του επερχόμενου και αναπόφευκτου τέλους. Όταν όμως το «ταξίδι» έχει ως στόχο τον καθημερινό αγώνα για την πατρίδα και επιθυμητό τέλος τον τιμημένο θάνατο γι αυτή τότε όλα αλλάζουν: η ζωή είναι ωραία, φωτισμένη από την λάμψη της ύστατης ηρωικής στιγμής, τρέχει προς τον Θάνατο μαγεμένη από την Ομορφιά του και σαν γυναίκα του παραδίδεται. Μ’ αυτό το πνεύμα έγραψε το σονέτο ΧΑΡΡΙΣ  το 1897 προς τιμήν ενός Άγγλου συμπολεμιστή του στον πόλεμο του 1897 στην Ήπειρο, όπου και σκοτώθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτό το σονέτο ταιριάζει και στον ίδιο τον ποιητή ο οποίος 15 χρόνια μετά βρήκε τον θάνατο πολεμώντας πάλι στην Ήπειρο.

ΧΑΡΡΙΣ

Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας
Σ’ εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου
Το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
Νάστραφτε από το «εν τούτω νίκα» ο αιθέρας
Και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ’ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
Νάβλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
Να γκρεμιστή η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.
Και σε λόγου σου τότε έκαμες τάμα
Να φτάσης όπου αυτός μόνος ξαμόνει
Πούναι ποιητής και μάρτυρας αντάμα.
Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη
Σου ’λειπε του θανάτου- κι ένα βόλι
Σ’ έστειλ’ ήρωα στο Ηλύσιο περιβόλι.

Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα η οποία εμπνευσμένη από τον έρωτά της για τον Μαβίλη-ακόμα και μετά τον θάνατό του- έγραψε μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ (με κορυφαίο το περίφημο «Σ’ αγαπώ δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο..») αναφέρει γι’ αυτόν αλλά και για την τελευταία τους συνάντηση:
« Ζητούσε μες στα ιδανικά την απολύτρωση κι αναζητώντας στάθηκε στο μεγαλύτερο: την Πατρίδα. Έγινε πατριδολάτρης μέχρι μανίας. Από εκεί άντλησε το τελευταίο, το υπέρτατο ιδανικό του: το θάνατο. Η λατρεία της Πατρίδας και του θανάτου! Ν’ αγκαλιάσει το θάνατο πολεμώντας για την Πατρίδα! Κι άδραξε την ευκαιρία, μιαν ακόμη φορά, γιατί καθώς ξέρουμε κι άλλες φορές είχε πολεμήσει για την Πατρίδα του με την ίδια πάντα λαχτάρα.
Κείνο τον καιρό είχε χαθεί ένας απ’ τους πρώτους αεροπόρους μας, ένα αξέχαστο παλικάρι, ο Καραμανλάκης. Ο Μαβίλης που πάντα ζήλευε ένα τέτοιο τέλος, σαν το έμαθε σκυθρώπιασε και είπε: ‘Ο Καραμανλάκης πέθανε κι εμείς ειμάστενε ακόμα εδώ;’ Τέτοιος πόθος του θανάτου τον κρατούσε. 
Όταν ο Ρώμας τον ζήτησε για συμπολεμιστή δέχτηκε με χαρά και περηφάνια. Ήρθε να μας αποχαιρετήσει το βράδυ. Φορούσε την κόκκινη στολή του Γαριβαλδινού. Δεν κάθισε καθόλου, σεργιανούσε πάνω κάτω σαν τ’ ανυπόμονο τ’ άτι που βιάζεται να ορμήσει. Απ’ τα λόγια του νιώθαμε πως δεν πίστευε κι ούτε που το ’θελε να γυρίσει πίσω……
 ….Η ψυχή μας ήταν πολύ βαριά. Σηκώθηκε να φύγει, βιαζόταν γιατί θα ξεκινούσαν χαράματα. Μας αποχαιρέτησε έναν, έναν. Φαινόταν ανέκφραστα ευτυχισμένος. Μες απ’ το παραθύρι τον κοιτάζαμε αμίλητοι ώσπου χάθηκε. Κάτω απ’ το φως του φαναριού ο πορφυρός του χιτώνας φάνταζε σαν αίμα, σύμβολο του θανάτου προς τον οποίο βάδιζε με τόσο καμάρι!
Σε λίγες μέρες αρχίσαμε να λαβαίνουμε δελτάρια που μας έστελνε απ’ τα διάφορα μέρη που περνούσαν, απ’ το Βόλο πρώτα, έπειτα απ’ τον Τύρναβο, απ’ τη Σιάτιστα, απ’ τα Γρεβενά. Κι ύστερα τίποτα, τίποτα πια»
Η συμπολίτισσά του Ειρήνη Δεντρινού σε διάλεξή της στην Ένωση Ερασιτεχνών Κερκύρας το 1915 αναφέρει για τις τελευταίες  ώρες του Ποιητή-Πολεμιστή: «..η μάχη του Δρίσκου εστάθηκε καταστροφή για το Γαριβαλδινό σώμα. Ο ίδιος ο αρχηγός εσυμβούλεψε το βράδυ της 28 Νοεμβρίου 1912 την υποχώρηση- στο πολεμικό συμβούλιο όμως ο Μαβίλης αντιστάθηκε όσο εδυνότουν και εξαιτίας του μόνο αποφασίστηκε να ακολουθήσει και την άλλη μέρα η απελπισμένη μάχη για την τιμή των όπλων. Ήταν ακόμη αυγή. Το σώμα αποδεκατιζότουν από τα τουρκικά κανόνια, κ’ ένας έπειτα από τον άλλο έπεφταν νεκροί οι αξιωματικοί του. Κι’ ο ποιητής επροχωρούσε άφοβος και αγέρωχος προς την κορφή του βουνού, μέσα σ’ ένα χαλάζι από σφαίρες και ανάμεσα στες οβίδες που έσπαιναν ολόγυρά του. Κ’ ένα βόλι του πέρασε πέρα – πέρα το πρόσωπο, χαλώντας του τα δύο μάγουλα και πολλά δόντια. Υποχρεώθηκε τότες να αποτραβηχτεί. Σ’ένα εξωκλήσσι του Δρίσκου ήταν το προσωρινό νοσοκομείο. Και φτάνοντας εκεί ο λαβωμένος ανάγυρε το βλέμμα για να ιδεί ακόμα μια φορά τον κάμπο του πολέμου, και τότες ένα δεύτερο βόλι τον εύρηκε στο στόμα. Τα τελευταία του λόγια λένε πως στάθηκαν: ‘επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου’. Κι έτσι εσβύστηκε η ευγενικιά ύπαρξή του.»
Σβήστηκε η  ευγενικιά ύπαρξή του έμειναν όμως τα ποιήματά του.  Έτσι εκπληρώθηκε μια ευχή που είχε κάνει παλιότερα με τους τρεις  τελευταίους στίχους του σονέτου του Πόρτα Ριάλα: «Να μπορούσαν να ζήσουν τούτοι οι στίχοι/ Όσο εσύ θα ’χε ζήσης, να σε κλάψουν/ Και κείνους που σ’ εχάλασαν να κάψουν.» Γιατί για τον Μαβίλη το παν ήταν ο ηρωικός άνθρωπος όχι μόνο να επιτυγχάνει την προσωπική του ολοκλήρωση με την μάχη και τον θάνατο αλλά και να δίνει το παράδειγμα και με τη ζωή και το τέλος του. Έτσι και ο Ποιητής με στίχους «που έζησαν» κι «ας μην έκαψαν» ακόμη «εκείνους που τον χάλασαν», με την γενναία ζωή του και τον ηρωικό θάνατό του ένα μήνυμα άφησε κι ένα χρέος κληροδότησε στις επόμενες γενιές: « Να γκρεμιστεί η Τουρκιά το ανίερο τέρας»

πηγή

Η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΤΙΜΑ ΤΟ ΛΟΡΕΝΤΖΟ ΜΑΒΙΛΗ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...