“Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας…”
Έφυγε στά 87 της η ηρωίδα στήν μικρή βραχονησίδα Σαμιοπούλα ,η ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΠΠΟΥ μιά δεύτερη Κυρά της Ρώ καί πού κρατούσε ψηλά τήν σημαία μας γιά περισσότερο από 60 χρόνια μέ βαθιά πίστη στήν Παναγία μας !!
Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της. “Έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε.
«Όπως και να το κάνουμε, η μητέρα μου ήταν για περισσότερα από εξήντα χρόνια ο φύλακας της βραχονησίδας.
Από το 2000 ήταν και η μοναδική μόνιμη κάτοικός της. Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα.
Όσοι τη γνώριζαν την ταύτιζαν με τη θρυλική Κυρά της Ρω, την ηρωική Δέσποινα Αχλαδιώτη της Δωδεκανήσου.
Στη βορειοανατολική γωνιά του Αιγαίου, μία ώρα (εννέα μίλια) εν πλω από το Πυθαγόρειο της Σάμου, πάνω στη νησίδα Σαμιοπούλα και η Κατίνα Κάππου έγραψε τη δική της ιστορία πριν «φύγει» στις 23 του μήνα για να αναπαυθεί – πού αλλού; – στον τόπο που λάτρεψε.
«Οι γονείς μου πρωτοήρθαν εδώ το 1945, μόλις παντρεύτηκαν. Η Σαμιοπούλα τότε ήταν μοναστηριακό νησί κι αρχικά το νοίκιασαν από τη Μονή της Μεγάλης Παναγίας μέχρι και το 1957, που παραχωρήθηκε στο κράτος με την προϋπόθεση να δοθεί σε ακτήμονες καλλιεργητές. Τότε όμως επρόκειτο απλώς για έναν βράχο, δεν υπήρχε σπίτι ή ζωή επάνω εδώ, πάρα μόνο κατσίκια που έβοσκαν ελεύθερα, γι΄ αυτό και το χαρακτήρισαν τελικά ως νησί κτηνοτροφικό. Άρχισαν να χτίζουν τοίχους, να καλλιεργούν όπου υπήρχαν μικρά κομμάτια γης, έβαλαν γύρω στα 160 δέντρα ελιές.
Στην πορεία έχτισαν με τα χέρια τους και δύο πέτρινα σπιτάκια, αποθήκες και δεξαμενή. Αργότερα έχτισαν κι ένα ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό για όσους φτάνουν με τα καΐκια ώς εδώ, κυρίως τα καλοκαίρια…», λέει στα «ΝΕΑ» ο 56χρονος Βασίλης Κάππος, ο μικρότερος από τα τρία παιδιά του Τάσου και της Κατίνας. «Από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από εννέα χρόνια, κι έμεινε ολομόναχη εδώ και πάλι η μητέρα μου ήταν ξεκάθαρα αρνητική να έρθει να μείνει μαζί μας στο Πυθαγόρειο.
“Εγώ δεν φεύγω, θέλω να ανάβω τα καντήλια της Αγίας Πελαγίας…”, έλεγε και πήγαινε κάθε πρωί στο αγαπημένο της, το πιο κοντινό από τα δύο, εκκλησάκι. Και βεβαίως φύλαγε ως κόρη οφθαλμού την υψωμένη σημαία…», προσθέτει.
Τέλος εποχής…
«Έφυγε μια άλλη εποχή! Τέσσερις άνθρωποι – οι γονείς μου, ο θείος μου Χριστόδουλος και η θεία Ευδοκία που έζησαν για χρόνια μαζί τους- ανέστησαν τα πάντα εκεί τριγύρω», λέει συγκινημένη η μία από τις δύο κόρες της «κυράς της Σαμιοπούλας», η 61χρονη Ειρήνη Καμπόσου που στα πρότυπα των γονιών της κατοικεί με την οικογένειά της επίσης σε ερημικό νησί, στα Λέβιθα, ανάμεσα σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα.
«Με το ζόρι την πήραμε από ΄κει πριν από τέσσερις μήνες, γιατί είχε καταπονηθεί πια και δεν μπορούσε να περπατήσει. Και πάλι όμως ζητούσε επίμονα να επιστρέψει. Μόνο τα καλοκαίρια είχε παρέα, τα εγγόνια της και τους περαστικούς τουρίστες. Όλο τον χειμώνα έμενε σχεδόν μόνη της κατά καιρούς και για μέρες αποκομμένη», λέει η κ. Καμπόσου. «Τον αδερφό μου τον Βασίλη εκεί πάνω, στη Σαμιοπούλα, τον γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια της γιαγιάς μας. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει, Γενάρη μήνα, λόγω φουρτούνας».
ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ
Φρόντιζε να βρίσκεται πάντα στη θέση της η σημαία και δεν ήθελε να εγκαταλείψει με τίποτα αυτό το μικρό νησί, τη Σαμιοπούλα.
Τη συνόδευσαν 5 καΐκια στο τελευταίο ταξίδι.
ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ τους συγγενείς και οι υπόλοιποι από τους λιγοστούς – ακόμα και στη Σάμο – που γνώριζαν για την επί εξήμισυ δεκαετίες παρουσία της «γιαγιάς της Σαμιοπούλας» πάνω στην αιγαιοπελαγίτικη βραχονησίδα αναγνωρίζουν την ανιδιοτελή προσφορά και αφοσίωσή της στον τόπο της.
«Τη θυμάμαι 62 χρόνια. Με τον χαμό της έκλεισε ένας κύκλος, μια ιστορία 70 χρόνων, ήταν η τελευταία των Μοϊκανών…», λέει ο ιερέας του χωριού Παγώνδας, Νικόλαος Σπάγος, ο οποίος βρέθηκε την περασμένη Πέμπτη στη Σαμιοπούλα για να απευθύνει το ύστατο χαίρε στην Κατίνα Κάππου.
«Την τίμησε και ο Στρατός και ο ηγούμενος της Μεγάλης Παναγίας. Τέσσερα- πέντε καΐκια συνόδευσαν τη νεκρική πομπή εν πλω από το Πυθαγόρειο προς τη Σαμιοπούλα, ήταν κάτι το συγκινητικό. Της άξιζε όμως όλη αυτή η τιμητική τελετή, γιατί αγάπησε πολύ από μικρό κορίτσι το νησί όπου έμεινε. Δεν φοβόταν ούτε όποτε έβλεπε τα τουρκικά μαχητικά, στα 200-300 μέτρα από πάνω της, “έχω την Παναγία σύμμαχο…”, έλεγε. Αντιθέτως έδωσε ζωή, με τον σύζυγό της, σε ερείπια: ερχόταν κόσμος απ΄ όλη τη Σάμο στα πανηγύρια του μικρού αυτού νησιού, για να δουν τον κυρ Τάσο και την κυρά Κατίνα, ευγενέστατους, πάντα πρόθυμους να προσφέρουν καφεδάκι, ούζο και μεζέ κολιό. Για μας που τους ξέραμε, είναι μια απώλεια…»,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου