Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

ΕΝΝΕΑ ΜΗΝΕΣ - Άρθρο της Ειρήνης Δημοπούλου - Παππά

Άρθρο στην εφημερίδα "Χρυσή Αυγή"

Δυο φορές την εβδομάδα στην πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού όπου βρίσκεται ο Αρχηγός της Χρυσής Αυγής και έξι βουλευτές της, συμβαίνει μια παράδοξη σύναξη.
Στο πεζοδρόμιο με τα πεταμένα χάρτινα κύπελλα του καφέ και τα αποτσίγαρα από το διπλανό επισκεπτήριο των δεκάδων Ρομά, με τα μικρά τους που τρέχουν γύρω μας και τις ακατάληπτες φωνές που συνεννοούνται μαζί τους από τα απέναντι παράθυρα, σταματούν ένα-ένα αυτοκίνητα, ταξί και ...μηχανές.
Είμαστε εκεί, εβδομάδα μετά την εβδομάδα, μήνα μετά τον μήνα, μάνες, γυναίκες, πατέρες, παιδιά, αδέλφια, και κάποιοι πιστοί φίλοι και συναγωνιστές, επτά δημοκρατικά εκλεγμένων βουλευτών ενός νόμιμου πολιτικού κόμματος, του τρίτου στη χώρα. Οι άντρες, οι γονείς, τα παιδιά μας δεν κατηγορούνται για κάποιο σκάνδαλο, κάποιο οικονομικό έγκλημα από τα πολλά που γεμίζουν μέχρις απαθείας τις σελίδες των εφημερίδων.
Δεν σκότωσαν, δεν αδίκησαν, δεν παρανόμησαν κατά κανένα τρόπο. Κατηγορούνται γιατί τόλμησαν να φωνάξουν ότι στον Λαό μας αξίζει μια καλύτερη Ελλάδα, και μισό εκατομμύριο Έλληνες  πίστεψαν πως μπορεί, και στάθηκαν στο πλευρό τους. Έγιναν βουλευτές από ανάγκη να υπερασπιστούν την κατακρεουργημένη από πολιτικάντηδες και ξένους Πατρίδα. Αυτό δεν ανέχθηκε η συμμορία των μεταπολιτευτικών κομματόσκυλων που νέμονται ανεξέλεγκτα και χωρίς καμία αντίσταση το βιος του Έλληνα και τον πλούτο της Ελλάδας. Και τους έβαλαν στη φυλακή. Άδικα και παράνομα. «Ας έμενες στα καράβια» είπαν στον Κούζηλο. «Αν δεν ήσουν βουλευτής της Χρυσής Αυγής, δεν θα ήσουν εδώ», είπαν στον Ηλιόπουλο και τον Ματθαιόπουλο.
Εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου οι ζωές μας τυλίχτηκαν σε ένα μαύρο σύννεφο καπνού απ’ όπου ακούγαμε μουδιασμένοι τις φωνές των τηλεοράσεων να σφυρίζουν γύρω μας. Και ξαφνικά, τίποτε δεν είχε σημασία, ούτε τα πράγματα που έκλεψαν από τα σπίτια μας και οι ζωές μας που βίασαν, Αστυνομία, ανακριτές  και ασφαλίτες, ούτε οι απειλές και ο τρόμος. Το μυαλό μου καρφώθηκε στους ανθρώπους.
Και δεν ήσαν μόνο ο άντρας μου, οι γονείς του, τα παιδιά μας. Ήταν η Ουρανία η βαφτισιμιά του, και η Ελένη, και η μητέρα του Γιάννη που γνώρισα στη ΓΑΔΑ. Ήσαν συναγωνιστές που δεν ήξερα και είχαν μπει φυλακή, κι οι άνθρωποι που γνώρισα στις ομιλίες στα γραφεία μας. Αυτοί είχαν μεγαλύτερη σημασία από το τι ένιωθα η μονάδα εγώ.
Κάθε μέρα, από τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν  διαδοχικά ρίχτηκαν στη φυλακή ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο Γιάννης Λαγός και ο Χρήστος Παππάς, ύστερα ο Γιώργος Γερμενής και ο Παναγιώτης Ηλιόπουλος, λίγες εβδομάδες πριν ο Νίκος Κούζηλος, και τελευταίος ο Αρτέμης Ματθαιόπουλος, γυναίκες, μάνες, παιδιά, αδέλφια, πατεράδες, ευχόμαστε να είναι η τελευταία που βρισκόμαστε εκεί, στο ραντεβού μιας πραγματικότητας που μοιάζει με εφιάλτη. Γνωρίζοντάς τους περισσότερο αυτούς τους μήνες,  είμαι σίγουρη ότι κανείς τους δεν έδωσε ούτε θα μπορούσε να είχε δώσει εντολή να σκοτωθεί κανείς. Τελεία.
Το βλέπω στην ματιά του Νίκου όταν παίρνει αγκαλιά την κόρη του, του Γιώργου όταν ζωγραφίζει με τη δική του, και του Παναγιώτη, έξι μηνών τώρα, η πιο μικρή μας, που ήμουν εκεί τη μέρα που γεννήθηκε. Στους διαδρόμους με το μωσαϊκό, τα γκρίζα κάγκελα, τις μεταλλικές σκάλες, βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν, τους άντρες μας να λαχταρούν ένα ακόμη φιλί, να μας κάνουν ένα ακόμη νεύμα «γεια».
Κάθε φορά ακούγεται ο χτύπος της σιδερένιας πόρτας και το κλειδί που στρίβει. Γυρίζουμε πίσω σιωπηλοί, χωρίς να έχουμε κάποιο νέο να πούμε σε όσους μας ρωτούν. Λέμε την αλήθεια. Είναι δυνατοί, αγώνας, όλα θα πάνε καλά.
Ο θυμός και η λύπη που πλημύριζε τα μάτια μας, κλείστηκαν σιγά-σιγά πίσω από τα σφιγμένα μας δόντια, ώστε «οι μέσα» να μας βλέπουν και να παίρνουν θάρρος, αν και κάποτε είναι αυτοί το μόνο θάρρος που έχουμε. Σε αντάλλαγμα, μεταφέρουμε βαλίτσες με πλυμένα και σιδερωμένα τα ρούχα τους, -βγάλαμε τα καλοκαιρινά και πάλι-, δοχεία με σπιτικό φαγητό, βιβλία και προσωπικά είδη που επιτρέπεται να έχουν, που τους θυμίζουν τα σπίτια τους και κάνουν τις ώρες που περνούν μακριά απ’ τις οικογένειές τους  λιγάκι πιο υποφερτές.
Το βράδυ που ο σύζυγός μου μιας κοινής ζωής είκοσι χρόνων, έφυγε δεσμώτης από τα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων, μετά από επτά ώρες ανάκρισης, ενώ Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι μετέδιδαν ότι δεν υπήρχε στην δικογραφία κάτι εναντίον του, κι έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος, μια νεαρή συναγωνίστρια που έμελε να δώσει κι αυτή το δικό της ανηφορικό αγώνα λίγο αργότερα, με ρώτησε κάτι για τη στάση μου. Της είπα πως είμαι περήφανη για τον άνδρα μου, κι άλλο τόσο πρέπει να είναι κι εκείνη, γιατί ευτυχίσαμε να παντρευτούμε λέοντες και όχι σκώληκες. Το ίδιο περήφανοι και ευτυχείς νιώθουν θαρρώ σήμερα κι εκείνοι για μας, τους γονείς τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους.
Αν τότε δεν ξέραμε τι έφταιξε, τώρα η χούντα Σαμαρά και οι επίορκοι υπηρέτες της στην εισαγγελία, μας έχουν βεβαιώσει για την ορθότητα των θέσεών μας. Σε αυτήν την Δημοκρατία δεν υπάρχει δημοκρατία, δεν υπάρχει Fair Play. Υπάρχει μόνο η θέληση του δυνατότερου. Κι αυτό δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να γίνουμε δυνατότεροι.

Ειρήνη Δημοπούλου - Παππά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...