Ο Εθνικισμός αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο ως πολυεπίπεδη ολότητα. Βεβαίως συνεκτιμά σ’ αυτήν την ολότητα τις υλικές ανάγκες, αλλά κυρίως αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως «πρόσωπο», ως φορέα μιας μοναδικής ιδιοσυστατικής ταυτότητας, γεννήτορα πολιτισμού και δραστικό παραγωγό ιστορίας.
Ο άνθρωπος για τον Εθνικισμό δεν είναι μόνον ο πλέον εξελιγμένος γνωστός βιολογικός οργανισμός, διότι τότε δεν θα διέφερε παρά ελάχιστα από τα άλλα θηλαστικά ζώα στην ομάδα των οποίων ανήκουμε ταξινομικά. Ο άνθρωπος είναι «πρόσωπο» και αποκτάει πνευματική οντότητα – ταυτότητα, μέσα από την διαδραστική αλληλεπίδραση του με το πολιτιστικό του περιβάλλον.
Αυτό με την σειρά του διαθέτει πρωτίστως συγκεκριμένα, σαφή εθνικά χαρακτηριστικά, όχι διεθνή και οικουμενικά, αφηρημένα και σκηνοθετικά συστατικά. Τα Έθνη δημιουργούν τους πολιτισμούς κι οι άνθρωποι αναπτύσσουν την συνείδηση, τις αξίες, την αισθητική τους αντίληψη και την μνήμη τους, μέσα στα ξεχωριστά και μοναδικά εθνικά τους περιβάλλοντα, ανάμεσα σε οικείους πληθυσμούς, συγγενείς φυλετικά και πολιτιστικά.
Αντίθετα ο φιλελευθερισμός και ο μαρξισμός, ετεροχρονισμένα παράγωγα μιας στενόκαρδης και υλιστικής κοσμοθεώρησης ενός ιδιότυπου «νομαδικού», αρρίζωτου κοσμοπολιτισμού, εστιάζονται αποκλειστικά στην υλική και ενστικτώδη, στην «ερπετοεγκεφαλική» και ζωωδέστερη πλευρά του ανθρώπου.
Ο φιλελευθερισμός εκφράζει μιαν άτολμη και υπολογιστική αγνωστικιστική αντίληψη γύρω από τα αξιακά και ηθικά ζητήματα του ανθρώπου και θέλει την εξουσία «ηθικά ουδέτερη», φλεγματικά αμέτοχη απέναντι σε τέτοια διακυβεύματα. Κατά τον φιλελευθερισμό, το Κράτος δεν πρέπει να λαμβάνει θέσεις ηθικού χαρακτήρα, οφείλει να είναι «άχρωμο», ουδέτερο και να περιορίζεται μόνον στην διασφάλιση των ατομικών - τυπικών δικαιωμάτων και στην προστασία των οικονομικών δοσοληψιών.
Ο μαρξισμός από την πλευρά του τοποθετείται μεν αξιακά και ιδεολογικά, ερμηνεύοντας όμως τον Εθνικισμό, τον πατριωτισμό και την μεταφυσική πίστη, (κυρίαρχα γνωρίσματα της εποχής της εμφάνισής του), ως τάχα νοσηρά παράγωγα του καπιταλισμού, τα οποία βέβαια εμποδίζουν την κοινωνική εξέλιξη κι εξαπατούν την φύσει «πανάγαθη» κι «εκλεκτή» εργατική τάξη, που θα κατακτήσει δήθεν τον «σοσιαλιστικό παράδεισο».
Την απόλυτη ιδεολογική αδυναμία του Μαρξισμού να εξηγήσει επαρκώς το εθνικό φαινόμενο (πέρα από ρηχά .. πασαλείμματα, «διαλεκτικούς βρόχους» και φλύαρα ψεύδη) παραδέχθηκε με αρρενωπή ειλικρίνεια ο Έλληνας μαρξιστής στοχαστής Νίκος Πουλαντζάς, γράφοντας στο βιβλίο του «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός» με ασύνηθη για μπολσεβίκους ανασφάλιστη ειλικρίνεια: «Πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο γεγονός : δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του έθνους. Το να λέμε – παρά τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε τούτο το θέμα μέσα στο εργατικό κίνημα – ότι υπάρχει υποτίμηση από μέρους του μαρξισμού της εθνικής πραγματικότητας, είναι ακόμα παρά πολύ μακριά από την αλήθεια».
Αυτό όμως που δεν κατόρθωσε ο ιστορικός μαρξισμός, ανέλαβε να το πραγματώσει η ελεεινή, πολυπρόσωπη και άθλια υποκριτική μετα-μαρξιστική «Αριστερά», μέσα από τους εκούσια διατηρούμενους παραμορφωτικούς και ιδεοληπτικούς φακούς της, που οδηγούν τους οπαδούς της σε μονοχρωματική σωληνώδη όραση και άθλια μανιχαϊκή ανομολόγητη μισαλλοδοξία.
Ο ιστορικός μαρξισμός και τα δαιμονικά βλαστήματά του, λενινισμός και σταλινισμός, δεν κατανόησαν την φύση και την ουσία του Έθνους. Όμως η μεταλλαγμένη Νέα «μετα-μαρξιστική» Αριστερά, υβρίδιο μονοθεϊστικού φανατισμού, marketing και μακροοικονομίας, τις κατάλαβε και για αυτό ανέλαβε να τις αποδομήσει, να τις αποσαθρώσει ύπουλα και μεθοδικά στην σκέψη και στην συνείδηση των ανθρώπων, συνεπικουρούμενη από δεκάδες «αντιφασιστικές»-«αντιρατσιστικές» (δλδ. αντεθνικές) ΜΚΟ κι εκατοντάδες πανεπιστημιακούς σκοταδιστές.
Ο ξακουστός ιστορικός ηγέτης του Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας Antonio Gramsci (Γκράμσι) έθεσε το σπουδαίο πολιτικοϊδεολογικό ζήτημα της «ιδεολογικής ηγεμονίας». Τον Gramsci τον απασχόλησε ιδιαίτερα το γεγονός γιατί η Ιταλία των αγροτών και των προλεταρίων κατέστη η φασιστική «Νέα Ρώμη» του Ντούτσε των μελανοχιτώνων και όχι κομμουνιστική, καθώς επίσης και το ερώτημα γιατί η πολυπληθέστατη και οργισμένη από την αφόρητη διαρκή καταπίεση εργατική τάξη δεν επαναστάτησε πρώτη υπό την κόκκινη σημαία. αλλά ένα ικανό τμήμα της είτε ανέχθηκε το φασιστικό καθεστώς, είτε και συμπορεύθηκε ενεργά μαζί του, στον σχηματισμό και στην διατήρηση της «προλεταριακής και φασιστικής Ιταλίας».
Κατά τον ευρυμαθή κι ευφυέστατο Gramsci, αυτό συνέβη διότι η εργατική τάξη είχε γαλουχηθεί «εξ απαλών ονύχων» με τις «εθνικές αξίες» της αστικής τάξης και της Καθολικής Εκκλησίας, για τούτο και δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξει μιαν επαρκή επαναστατική συνείδηση, επιτρέποντας τελικά στον Φασισμό να υπερφαλαγγίσει τον Κομμουνισμό και να κατακτήσει εκείνος την εξουσία επαναστατικά. Για ν’ αλλάξει αυτό, ο Gramsci είπε ότι το Κόμμα κι η Αριστερά ευρύτερα, πρέπει να κατακτήσουν πρώτα την «πολιτιστική εξουσία», τους «οργανικούς διανοουμένους», τους καθηγητές, τους συγγραφείς, τους δημοσιογράφους, δηλαδή όλους εκείνους που διαμορφώνουν την δημόσια σφαίρα και την κοινή γνώμη στην πολιτική.
Αυτό το «γκραμσιανό» πλαίσιο που σκιαγραφεί ότι η επικράτηση στον χώρο των ιδεών θα οδηγήσει στην πολιτική επικράτηση, ονομάσθηκε «ιδεολογική ηγεμονία». Επειδή αυτή η θέση αντιστρατεύεται την υλιστική θεωρία του μαρξισμού κι αυτονομεί τελικά τις ιδέες από τις οικονομικές σχέσεις παραγωγής, αποκαλέστηκε μετα-μαρξιστική. Κατά τον ίδιο τον Gramsci η «πάλη των τάξεων» έπρεπε να λαμβάνει μέρος πάντοτε στο ιδεολογικό πεδίο, με την θεμελιώδη παραδοχή ότι μόνον οι ιδέες μπορούν να επιφέρουν την επανάσταση ή αντίθετα να την αποτρέψουν (ενώ ο Κεσιλί – Μαρξ, υποστήριζε πως μια ξαφνική τεχνολογική αλλαγή είναι ικανή να αναγκάζει τις κοινωνίες ν’ αλλάξουν το ίδιο αιφνίδια την παραγωγική και οικονομική τους δομή, αλλά και το ίδιο βίαια τις κοινωνικές τους συνέργειες και παραμέτρους, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν χώρα επαναστατικές διαδικασίες με νομοτελειακά εξασφαλισμένη την νίκη του προλεταριάτου).
Στο τρίτομο έργο του «Quaderni del carcere» («Τετράδια της φυλακής») ο Gramsci γράφει χαρακτηριστικά : «Η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας λαμβάνει δύο μορφές : κυριαρχία, αλλά και πνευματική και ηθική διεύθυνση. Μία κοινωνική ομάδα κυριαρχεί πάνω σε εχθρικές ομάδες και είναι διευθύνουσα πάνω σε συγγενικές». Αυτή η «διεύθυνση» είναι ένα ξεκάθαρο παράγωγο της ιδεολογικής ηγεμονίας.
Οι μεγάλοι Ιουδαίοι στοχαστές Theodor Ludwig Wiesengrund - Adorno και Max Horkheimer (Χορκχάϊμερ) μαζί με τους λοιπούς ομοφύλους τους, της κοινωνιολογικής «Σχολής της Φρανκφούρτης» ανέπτυξαν, με την σειρά τους, την «κριτική θεωρία», για ν’ αποδείξουν ότι ο Καπιταλισμός μετατρέπει έμπρακτα, μεθοδικά και συστηματικά τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετό τους : η δίκαια ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνική αδικία, η ελεύθερη οικονομία μετατρέπεται σε απάνθρωπη κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής στην πτώχευση της πλειονότητας των ανθρώπων. Σύμφωνα με την «Σχολή της Φρανκφούρτης» η «κριτική θεωρία» σταδιακά και σταθερά θ’ αποδομούσε οριστικά την ιδεολογία του καπιταλισμού, ανοίγοντας τον δρόμο στον σοσιαλισμό.
Η «Σχολή της Φρανκφούρτης» έθεσε τις βάσεις γι’ αυτό που ονομάσθηκε από τους αγγλοαμερικανούς «κοινωνική μηχανική» («social engineering»), η οποία έχει ως απώτατο σκοπό την ουσιώδη οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου, την καθολική αποκοπή του από την Φυλή, το Έθνος, την Πατρίδα και τον πολιτισμό του, αποσκοπεί στην αλλοτρίωση, στην αυτοαποξένωση και στην κλιμακούμενη εξάλειψη της συνείδησής του, προκειμένου τελικά ως ασυνείδητο παραγωγικό και καταναλωτικό, φορολογούμενο ζώο να ζυμωθεί από τα νεοεποχίτικα ένζυμα της παγκοσμιοποίησης στα πολυπολιτισμικά πειράματα της μετα-μαρξιστικής σκέψης και να μεταβληθεί στο ανυπεράσπιστο, άνευρο «ανθρωπάριο» (homunculus) του πολυπολιτισμικού φυράματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου