Στην Ελληνική Ιστορία από τη χαραυγή της μέχρι σήμερα, η φράση «έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος», απαντάται κι έχει ειπωθεί χιλιάδες επί χιλιάδων φορές. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η ίδια η Ιστορία είναι η σύνθεση των προσωπικών Ιστοριών των ηρώων, γνωστών και αγνώστων. Εξέχουσα προσωπικότητα της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας και (αγία) μορφή του Ελληνισμού είναι ο μάρτυρας του απελευθερωτικού κυπριακού Αγώνος 1955-1959, Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Ζήδρος της θρυλικής ΕΟΚΑ.
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στην αγγλοκρατούμενη και τώρα τουρκοκρατούμενη Λύση, μια κωμόπολη πέντε χιλιάδων κατοίκων βόρεια της Λευκωσίας, στις 22 Φεβρουαρίου 1928. Πατέρας του ήταν ο Πιερής Αυξεντίου και μητέρα του η Αντωνού Γρηγορά.
Από την τρυφερή παιδική του ηλικία και οι δύο γονείς φρόντισαν να διαπαιδαγωγήσουν το γυιο τους με τα ελληνικά ιδανικά και την ορθόδοξη πίστη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πατέρα του από μικρός ο Γρηγόρης «αντρόδειχνε » και δεν ησχολείτο και τόσο με τα παιδιάστικα παιχνίδια. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει και ρωτούσε επίμονα τον πατέρα του για τους ήρωες του ’ 21.
Οι συμπατριώτες του θυμούνται ακόμη και σήμερα το μικρό Γρηγόρη μαζί με τη μικρότερη αδελφή του επικεφαλής των πιτσιρικάδων του χωριού να διαβαίνουν τους δρόμους του τραγουδώντας, με ένα μαντήλι για σημαία, και τον Αυξεντίου «αξιωματικό», να προστάζει. Από τότε ο Αυξεντίου, δέκα μόλις χρονών, είχε ισχυρή προσωπικότητα και όλοι οι συνομήλικοι του τον είχαν παραδεχθεί για αρχηγό τους. Ως χαρακτήρας τότε μα και στα κατοπινά χρόνια ήταν ριψοκίνδυνος και τολμηρός, πρόσχαρος και συγχρόνως λιγόλογος και σοβαρός, μα πάνω απ’ όλα αναφαίρετο χαρακτηριστικό που τον διέκρινε ήταν η βαθιά πίστη στην Πατρίδα και ο πόθος για ελευθερία. Στην τελευταία χρονιά του Γυμνασίου η τάξη του ανέβασε το έργο του ποιητή του κυπριακού ελληνισμού Βασίλη Μιχαηλίδη «Ενάτη Ιουλίου», που αναφέρεται στον ηρωισμό και τη θυσία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, αλλά και των άλλων προκρίτων του νησιού, τους οποίους κρέμασαν οι Τούρκοι την 9η Ιουλίου 1821. Το ρόλο του Κυπριανού υποδύθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία ο νεαρός Γρηγόρης. Για τα παιδικά και γυμνασιακά χρόνια του Αυξεντίου αξίζει να παραθέσουμε απόσπασμα από τη μαρτυρία του Γυμνασιάρχη του:
«Ουδέποτε μπορούσα να φαντασθώ πως ο έφηβος αυτός με το μακρουλό πρόσωπο, σαν προσωπογραφία του μεγάλου Έλληνος ζωγράφου Θεοτοκοπούλου, και με τα ολόμαυρα ονειροπόλα μάτια που τον δείχνανε πάντα βυθισμένο σε διαλογισμούς, θα διεδραμάτιζε τόσο υπέροχο και ξεχωριστό ρόλο στην απελευθέρωση της πατρίδος μας. Πως θα γινόταν ο θρυλικός ήρωας, ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, που δόνησε τις ψυχές των Ελλήνων και όλου του κόσμου με το υπεράνθρωπο κατόρθωμά του και την ανυπέρβλητη θυσία του. Κι όμως οι πράξεις του Γρηγόρη Αυξεντίου είχαν τόση συνέπεια μεταξύ τους από τον καιρό που ήταν ένας έφηβος μαθητής μέσα σε τόσους άλλους, ως την ημέρα που ανεδείχθη ο ξεχωριστός ήρωας, που η δόξα του έχει ξεπεράσει τ’ άστρα».
Μετά το Γυμνάσιο, ενώ αρχικά ήθελε να σπουδάσει Φιλολογία, υπερίσχυσε μέσα του η αγάπη για την Πατρίδα και αποφάσισε να έρθει στην ελεύθερη Ελλάδα, να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό, και συγχρόνως να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων, προκειμένου να γίνει Αξιωματικός. Στις εξετάσεις του 1949, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές του, αποτυγχάνει αλλά δεν χάνει το κουράγιο του. Γράφει στον πατέρα του τον Δεκέμβριο του ιδίου χρόνου ότι θα ακολουθήσει τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών.
Το 1952, αφού έχει ολοκληρώσει τη θητεία του ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, πολίτης πια, επιστρέφει στην Κύπρο και βοηθά τον πατέρα του στις γεωργικές εργασίες.
Τα τρία χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι το 1955 είναι μια περίοδος σιωπής και της μεγάλης προπαρασκευής για τον Αγώνα που θα ακολουθήσει.
Τη νύχτα της 31ης Μαρτίου προς 1η Απριλίου 1955 ο Αυξεντίου καληνύχτισε τον πατέρα του, και μετά δεν ξαναφάνηκε. Το ξημέρωμα της 1ης Απριλίου το νησί σείστηκε ολόκληρο. Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπριακού Αγώνος), άρχιζε. Αρχηγός ο Κύπριος Συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, ο θρυλικός Γεώργιος Γρίβας Διγενής. Η αποστολή του ενταγμένου στην ΕΟΚΑ Αυξεντίου ήταν, μαζί με την ομάδα του, να ανατινάξει τις πετρελαιαποθήκες της βρετανικής στρατιωτικής βάσεως στη Δεκέλεια. Δυστυχώς, από ένα βραχυκύκλωμα το εγχείρημα απέτυχε και οδήγησε συγχρόνως στο θάνατο τον πρώτο ήρωα της ΕΟΚΑ, τον τριαντατριάχρονο Μόδεστο Παντελή, γεωργό, από το Λιοπέτρι Αμμοχώστου.
Από τις πρώτες ημέρες οι Άγγλοι καταζητούν τον Αυξεντίου τον οποίον επικηρύσσουν με το ποσόν των 250 λιρών. Αργότερα, μετά από τις επιτυχίες του Αυξεντίου, και αφού κατάλαβαν πόσο απαραίτητος ήταν για τον αγώνα, το ποσόν αυξήθηκε σε 5000 λίρες. Στον καταδότη προσφερόταν επίσης η μετάβαση του ιδίου και της οικογένειάς του στο εξωτερικό υπό αγγλικήν προστασία.
Η προσωπικότητα του Αυξεντίου, η άρτια στρατιωτική του κατάρτιση και η αφοσίωσή του στο καθήκον, σαγήνευε και εμψύχωνε όλους τους συντρόφους του.
Ο Αυξεντίου κρύβεται αρχικά σε σπίτια πατριωτών και αργότερα σε μοναστήρια και κρησφύγετα. Σε ένα κρησφύγετό του, στην Ιερά Μονή Αχειροποιήτου θα γίνει και ο γάμος του ήρωα, το βράδυ της 10ης Ιουνίου 1955. Οι νεόνυμφοι χωρίστηκαν ξημερώνοντας 11 Ιουνίου, για να συναντηθούν μοναχά για άλλη μία φορά και τελευταία, στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος του χωριού Ακανθού, τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
Η επιτυχημένη πορεία του Αυξεντίου στην ΕΟΚΑ θα οδηγήσει τον Γρίβα στην απόφαση να τον ορίσει Υπαρχηγό του.
Ο Αυξεντίου, υπό το ψευδώνυμο «Ζήδρος», οργάνωνε άριστα ενέργειες δολιοφθορών και επιθέσεων εναντίον στρατηγικών στόχων, αλλά ήταν εξίσου ευρηματικός στις μεταμφιέσεις του. Πολλές φορές κυκλοφορούσε με αγγλικό τζιπ, λάφυρο του Αγώνα, στο οποίο είχε αλλάξει πινακίδες, και περνούσε μ’ αυτό τα μπλόκα των Άγγλων στρατιωτών, ντυμένος με στολή Άγγλου Αξιωματικού. Κάποτε που κατεδίωκε το τζιπ του Αυξεντίου ισχυρή δύναμη από αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες των Άγγλων, αυτός όχι μόνο πέρασε το μπλόκο που συνάντησε, αλλά σταμάτησε και στρατιωτικό φορτηγό και διέταξε τον οδηγό του ως εγγλέζος αξιωματικός, σε άπταιστα αγγλικά, να τον εφοδιάσει με βενζίνη.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια των ταλαιπωριών του Αγώνα, με τις πολύωρες πορείες στα βουνά, η λογοτεχνική φλέβα του Αυξεντίου τροφοδοτούσε τους συντρόφους του με στίχους και προσέφερε δύναμη και πίστη για τη συνέχεια.
Την Άνοιξη του 1956 ο Αυξεντίου είχε κρησφύγετο κοντά στη Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά στο όρος Τρόοδος. Τον ταλαιπωρούσαν πόνοι στη σκωληκοειδίτιδα και έπρεπε να υποβληθεί οπωσδήποτε σε εγχείρηση. Τον μετέφεραν κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις στη Λεμεσό όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση, για να έλθει λίγες μέρες μετά και πάλι στο μοναστήρι, προκειμένου να αναρρώσει. Έμεινε στο Ηγουμενείο, άφησε γενειάδα, φόρεσε γυαλιά, και τα μαύρα ράσα και το σκούφο του μοναχού, και για τους πολλούς και αμύητους ήταν ο μοναχός Χρύσανθος. Λίγο μετά τη Λαμπρή του 1956, δύο χιλιάδες εγγλέζοι στρατιώτες κύκλωσαν το μοναστήρι αναζητώντας τον Αυξεντίου. Και ενώ γίνονταν εξονυχιστικές έρευνες, ο ηγούμενος κάλεσε τους αξιωματικούς για το παραδοσιακό κέρασμα. Ο καλόγερος Χρύσανθος ήταν αυτός που έφερνε το δίσκο με τα γλυκά και το κρασί. Η ψυχραιμία και το θάρρος του τον έσωσαν για άλλη μια φορά.
Το Φεβρουάριο του 1957 ο Αυξεντίου φτιάχνει ένα κρησφύγετο πιο χαμηλά από το Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά.
Στις 3 τη νύχτα, ξημερώνοντας η Παρασκευή 1η Μαρτίου 1957, οι Άγγλοι κατακτητές πολιορκούν το μοναστήρι στο οποίο χιμούν κατά ομάδες φωνάζοντας, βρίζοντας και απειλώντας τους καλόγερους: «Πέστε μας αμέσως πού κρύβετε τους τρομοκράτες. Πού είναι ο Αυξεντίου;». Τραβούν τον ηγούμενο από τα μαλλιά κι έναν διάκο τον κρεμούν ανάποδα σε γκρεμό 50 μέτρων προκειμένου να μαρτυρήσει. Τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά ψάχνουν και πατούν ακόμη και την Αγία Τράπεζα στο ιερό της εκκλησίας, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Μετά από τριήμερη παραμονή των εγγλέζων στο μοναστήρι, και ενώ ήσαν έτοιμοι να φύγουν άπραγοι, κτύπησε η προδοσία. Προδότης ο αγωγιάτης του μοναστηριού, ο οποίος υπέδειξε στους εγγλέζους το κρησφύγετο του Αυξεντίου. Ήταν πολύ δύσκολο να το ανακαλύψει κανείς, γιατί επρόκειτο για μια σπηλιά που η είσοδός της ήταν μια μικρή τρύπα που την έφραζε ένας πυκνός θάμνος. Λίγο πριν να ξημερώσει για τα καλά και μέσα σε ανεμοθύελλα, οι εγγλέζοι κατάφεραν να εντοπίσουν το κρησφύγετο. Ο Άγγλος αξιωματικός τους φωνάζει απέξω για να παραδοθούν. Μέσα στην υπόγεια σπηλιά βρίσκονται συνολικά πέντε αγωνιστές της ΕΟΚΑ: ο Αυξεντίου διατάσσει τους τέσσερεις συντρόφους του, τον Αυγουστή Ευσταθίου, τον Φειδία Συμεωνίδη, τον Ανδρέα Στυλιανού και τον Αντώνη Παπαδόπουλο να φύγουν. Αυτοί αρνούνται και τον παρακαλούν να μείνουν μαζί του. «Θέλουμε να πεθάνουμε μαζί σου», του είπαν. Ο Αυξεντίου δεν άφησε περιθώρια για συζήτηση. Η διαταγή είναι διαταγή. Με μισή καρδιά οι σύντροφοί του πειθάρχησαν και βγήκαν από τη σπηλιά. Οι Άγγλοι άρχισαν να φωνάζουν και του Αυξεντίου να παραδοθεί. Ένας Άγγλος δεκανέας πλησίασε απειλιτικά την τρύπα αλλά μία ριπή από μέσα τον ξάπλωσε νεκρό. «Μολών Λαβέ», κραύγασε ο ήρωας μέσα από τη σπηλιά. Οι Άγγλοι έριξαν τότε χειροβομβίδα και τον τραυμάτισαν στο λαιμό και στο γόνατο. Ο Αυγουστής Ευσταθίου, κρατούμενος πλέον των Εγγλέζων, προσπαθεί να τους πείσει να σταματήσουν να βάλλουν γιατί ο Αυξεντίου είναι σίγουρα νεκρός. Ο Άγγλος επικεφαλής πείθεται και τον διατάσσει να μπει αυτός στη σπηλιά για να ανασύρει τον νεκρό Αυξεντίου. Ο Αυγουστής μόλις εισήλθε στο κρησφύγετο αρπάζει ένα αυτόματο και φωνάζει από το στόμιο της σπηλιάς στους Εγγλέζους: «Ελάτε, είμαστε δύο τώρα!».
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια τιτανομαχία με χιλιάδες πυροβολισμούς, καπνογόνες βόμβες, δακρυγόνα και χειροβομβίδες εναντίον του κρησφύγετου. Το βουνό εσείετο συθέμελα. Ο τραυματισμένος Αυξεντίου, γεμάτος αίμα, έφτανε κάθε τόσο στην είσοδο της σπηλιάς και μέσα σε καταιγισμό πυρών έβαλλε κατά του εχθρού. Κανείς από τους εγγλέζους δεν τολμούσε να πλησιάσει. Πέντε χιλιάδες στρατιώτες του συντάγματος του Δούκα του Γουέλλινγτον με επικεφαλής τον Ταξίαρχο Χόπγουντ ταπεινώνονται μπροστά σε δύο Έλληνες αγωνιστές, εκ των οποίων ο ένας τραυματισμένος. Πάνω από τη σπηλιά ίπτανται δύο πολεμικά ελικόπτερα και τη μάχη αποθανατίζει στρατιωτικό κινηματογραφικό συνεργείο. Οι εγγλέζοι μετά από εννιά ώρες απραξίας, με αναλογία δύο Έλληνες προς πέντε χιλιάδες, θέτουν το δόλιο και απάνθρωπο σχέδιό τους σε εφαρμογή : θα τους κάψουν ζωντανούς! Τριάντα γαλόνια βενζίνης κυλούν προς το βάθος της σπηλιάς, ενώ συγχρόνως αυτή δονείται από δυνατές εκρήξεις εμπρηστικών βομβών. Ο Αυγουστής πετάχτηκε έξω με καψαλισμένο το πρόσωπο και προσπάθησε μάταια να κρυφτεί. Όλοι νόμιζαν ότι ο Αυξεντίου ήταν νεκρός και όλα είχαν τελειώσει. Να όμως που μέσα από την κόλαση της φωτιάς ξεπροβάλει μία καιόμενη ηρωική μορφή, με κομμένο το ένα πόδι, και με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια πετάει την τελευταία του χειροβομβίδα. Οι Άγγλοι συνεχίζουν να βάλλουν με αυτόματα και να πυροδοτούν τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετήσει γύρω από τη σπηλιά.
Ο Αυξεντίου έπεσε όταν είχε πλέον γίνει μία άμορφη μάζα από καμένες σάρκες. Ήταν ώρα 2 το μεσημέρι της Παρασκευής 3 Μαρτίου 1957. Θα ταφεί την επομένη στο προαύλιο των φυλακών της Λευκωσίας, στα «Φυλακισμένα Μνήματα», μα η ψυχή Του φτερουγίζει ελεύθερη και προσμένει να χαρεί (σύμφωνα με δικά του γραπτά) τη νεολαία «να πιστεύει σ’ ένα ιδανικό και να αγωνίζεται για το Μεγάλο, το Καλό και το Αληθινό».
Χρήστος Η. Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου