Η εθνική υπερηφάνεια γεννιέται σε διαφορετικό βαθμό μαζί με τον άνθρωπο, εκδηλώνεται σε συνάρτηση με το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και καλλιεργείται από την πολιτεία. Αν ριζώσει και αναπτυχθεί, κάνει ρίζες βαθιές, ευρείες και διαρκείς, ικανές να κρατήσουν τον άνθρωπο όρθιο παρά τους κλυδωνισμούς του βίου.
Η αλήθεια είναι ότι οι καιροί ευνόησαν κάποιους από μας με καλούς δασκάλους που θυμούνταν ακόμα πώς να γιορτάζουν την εθνική επέτειο , πώς να γεννούν στα στήθη των παιδιών το κύμμα μιας περηφάνειας που σ’ έκανε να στέκεσαι ψηλότερος και που κατέληγε συχνά να σκάει στα μάτια σου στη θέα της Γαλανόλευκης.
Στην καρδιά μου οι εθνικές εορτές έχουν το δικό τους χώρο, μια ένωση πίστης, αισθητικής και αισθήματος. Είναι εκεί ο Αθανάσιος Διάκος με την αποφασιστική μα αδιόρατα θλιμμένη ματιά. Εκεί το επιτακτικό κάλεσμα της Μπουμπουλίνας ανεμίζει πάνω απ’ τα νερά του Αιγαίου μαζί με το μακρύ μπλε φουστάνι της. Έχω στα μάτια μου τη ματιά του Θοδωρή Κολοκοτρώνη να κοιτά περήφανη, ίσως και λίγο περιφρονητική για τα παρακατιανά και τις μικρότητες.
Έχω φυλαγμένες καλά στην ψυχή μου τις δάφνες, ακόμη φρεσκοκομμένες και ευωδιαστές, που στεφάνωναν τις εικόνες τους. Και τα χέρια μου θυμούνται ακόμη το ψαλίδι να κόβει τις γιρλάντες με τις ελληνικές σημαίες που ζωγραφίζαμε υπομονετικά μέχρι την τελειότητα που πετύχαιναν τα παιδικά μας δάχτυλα.
Είναι εκεί και το μεγάλο ΟΧΙ του Οκτωβρίου του ’40. Απλώνεται στα παράθυρα της σχολικής αίθουσας απ’ όπου τρύπωνε το φθινοπωρινό φως, και τυπώνεται ανεξίτηλα στο μυαλό μου. ΟΧΙ. Υπόμνηση, παράγγελμα, μεγαλοπρεπές, δαφνοστεφανωμένο, απόλυτο ΟΧΙ. Η πιο σημαντική λέξη που έμαθα να λέω στη ζωή.
Κάνω μνήμη τέτοιες μέρες του παππού μου που έφιππος στην ακούραστη Ντοριά του, πολέμησε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Ως τα γεράματά του συλλάβιζε βυζαντινές νότες και στίχους του Ομήρου, κι όταν η μνήμη γυρνούσε στο ’40 μιλούσε με θαυμασμό για τα τις εύφορες πεδιάδες μιας Εδέμ που με παράπονο άφησε και αναπολούσε. Τέτοιες μέρες έρχεται στη μνήμη μου όχι ασπρομάλλης και ισχνός, μα νέος, λεβέντης, με ολόμαυρο μουστάκι κι ένα χαμόγελο που ένωνε αδιόρατα τα χείλη με την άκρη των ματιών του.
Πόσοι τέτοιοι παππούδες, πόσες ιστορίες , πόσες εικόνες που άλλοι θυμούνται κι άλλοι διαλέγουν να ξεχνούν τα ΟΧΙ τους. Κι εκεί ψηλά, πάνω από τον πίνακα πράσινο σαν κυπαρίσσι, με γράμματα λευκά αρχαιοελληνικά, τυλιγμένη σε μαίανδρους και δάφνες , αιώνια, η παντοτινή ΕΛΛΑΣ.
Η ΟΧΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου